United States or Moldova ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μπορούσα να φύγω εγώ και να γυρίσω 'ςτού Τρίκκα μοναχός μου. Μα τότε τι θα γενότουν το δόλιο μουλάρι. Ξάφνου φωτάει μια ιδέα το σκοτεινιασμένο λογισμό μου, παρόμοια με την αστραπή που φώταε ολόγυρά μου τη σκοτεινιασμένη πλάση. Σπρώχνω μ' όλο το ζόρι μου και ρίχνω τη μούλα καταγής δίπλα, απάνου 'ςτό πεσμένο σαμάρι της.

Έτσι την έσυρ' από το καπίστρι, κι' αφίνοντας εκεί το σαμάρι της με τη καβάλα μου ολόβολη, κολυμπημένα 'ςτό νερό μέσα, γύρισα μαζύ με τη μούλα το κατήφορο 'ςτό χάνι του Τρίκκα. Το χάνι ήτον κλεισμένο. Έλειπε 'ςτό χωριό του ο Παλιοχωρίτης χανζής. Στου κατωγιού του την πόρτα στέκοντανένα παραστάτη ριζωμένος ο ξάδερφός μου, ζυφτάρι καμωμένος από τη βροχή.

Τρικυμός μέγας. Γαζέπι απάντεχο. Ο ξάδερφός μου ερχόταν παραπίσω. Στες κοδέλες του δασωμένου ανήφορα του Τρίκκα τον έχασα, μέσα 'ςτα κοτρόνια, 'ςτες πουρναρότουφες και 'ςτη θολούρα. Ξεπέζεψα γλήγορα να πάρω απάνω μου την καπότα. Τραβώντας την όμως έγειρε η καβάλα μου, κι ούτε ανάκαρα είχα, ούτε ο συρμυτός μ' άφινε να την ανασηκώσω.

Έτσι την έσυρ' από το καπίστρι, κι αφίνοντας εκεί το σαμάρι της με τη καβάλα μου ολόβολη, κολυμπημένα 'ςτο νερό μέσα, γύρισα μαζύ με τη μούλα τον κατήφορο 'ςτο χάνι του Τρίκκα. Το χάνι ήτον κλεισμένο. Έλειπε 'ςτο χωριό του ο Παλιοχωρίτης χαντζής. Στου κατωγιού του την πόρτα στέκοντανένα παραστάτη ριζωμένος ο ξάδερφός μου, ζυφτάρι καμωμένος από τη βροχή.

Αυτοί 'ςτη βρύση του Ζαβογιάννη κι εμείς 'ςτου Τρίκκα. Μια τουφεκιά τόπον αλάργα. Μέσ' του Τρίκκα, τα σύγνεφα μας σκέπασαν τον ήλιο και βαθιά αχολόγησε μια βροντή. Όσο μας δρόσισαν τα σύγνεφα που μας ίσκιωσαν από το λιοπύρι, τόσο μας φόβισε η βροντή. Σηκώθηκε κ' έν' ανεμόχολο δυνατό ξάφνου, που τύλιξε μεσουρανής τον κορνιαχτό κ' επάσχιζε να ξερριζώση τα δέντρα.

Αυτοί 'ςτή βρύση του Ζαβογιάννη κι εμείς 'ςτού Τρίκκα. Μια τουφεκιά τόπον αλάργα. Μέσ' του Τρίκκα, τα σύγνεφα μας σκέπασαν τον ήλιο και βαθιά αχολόγησε μια βροντή. Όσο μας δρόσισαν τα σύγνεφα που μας ίσκιωσαν από το λιοπύρι, τόσο μας φόβισε η βροντή. Σηκώθηκε κι' έν ανεμόχολο δυνατό ξάφνου, που τύλιξε μεσουρανής τον κορνιαχτό κ' επάσχιζε να ξερριζώση τα δέντρα.

Τρικυμός μέγας. Γαζέπι απάντεχο. Ο ξάδερφος μου ερχόταν παραπίσω. Στες κοδέλες του δασωμένου ανήφορα του Τρίκκα τον έχασα, μέσα 'ςτά κοκρόνια, 'ςτές πουρναρότουφες και 'ςτή θολούρα. Ξεπέζεψα γλήγορα να πάρω απάνω μου την καπότα. Τραβώντας την όμως έγειρε η καβάλα μου, κι ούτε ανάκαρα είχα, ούτε ο συρμυτός μ' άφινε να την ανασηκώσω.

Μπορούσα να φύγω εγώ και να γυρίσω 'ςτου Τρίκκα μοναχός μου. Μα τότε τι θα γενότουν το δόλιο μουλάρι. Ξάφνου φωτάει μια ιδέα το σκοτεινιασμένο λογισμό μου, παρόμοια με την αστραπή που φώταε ολόγυρά μου τη σκοτεινιασμένη πλάση. Σπρώχνω μ' όλο το ζόρι μου και ρίχνω τη μούλα καταγής δίπλα, απάνου 'ςτο πεσμένο σαμάρι της.

Τώρα; Οργιές και μπόγια Πάνε τα Γαλαρόκαμπα, το Κουρμολιάσα σιάδι. Ο Τσάρκος, η Κουρκούμπετα, η Γκάλτσα, η Τσάγια ο Μπάρρος. Δεν ξεχωρίζουν πούπετα. — Καιτο χωριό; — Νυχτέρι Θάχουν απόψε σπίτι μας. Του Τρίκκα τα πουρνάρια Κούτσουρα τετραπανωτά θα καίγουντη γωνιά μας, Και παραστιάς ολόγυρα, μέσ' αφ' τον πυρομάχο, Της γειτονιάς αραδιαστές θα κάθονται η κοπέλλες.