United States or Lebanon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Στη γωνιά είταν κρεμασμένο ένα λυχναράκι, κούτσουρα φλογισμένα στο βυθό της έκαιαν. Ένας γάτος μαύρος μαύρος, ξαπλωμένος μέσα στη στάχτη κοιμούνταν βαθύτατα. Η γυναίκα του κυρ πάρεδρου ήρθε και χαιρέτησε το δεκανέα, μια γυναικούλα κατασκοτωμένη απ' τη δουλειά, τέσσαρα κόκκαλα, που λένε. Χαιρέτησε το δεκανέα κ' η κόρη του, μια παχουλή, κοντούλα κοπέλλα, χωρίς να σηκώση τα μάτια της.

Κι' ομπρός, της γης ο σείστης πάγαινε με το τρίδοντο στα χέρια, και πετούσε στο κύμα όλα τα θέμελα, θες κούτσουρα θες πέτρες, πούδρωσε κι' έβαλε ο στρατός· κι' εκεί έτσι τάκανε όλα απλάδα στον Ελλήσποντο τον πελαγοδαρμένο. 30 Και το τειχί σαν γκρέμισε, τότε άμμο στο περγιάλι ξανάστρωσε, και γύρισε τους ποταμούς να πάρουν το δρόμο πούστελναν και πριν τ' αφρόδροσα νερά τους.

Όταν όμως παρήλθε και δεύτερον και τρίτον και τέταρτον έτος, όταν παρήλθεν η πρώτη χαρά, ως παρέρχεται πάσα χαρά, όταν ούτε γράμμα ούτε χρήματα ελάμβανεν, όταν το αλεύρι έφθασεν 80 λεπτά και η εληαίς της, ξύλα κούτσουρα, δεν εκαρποφόρουν, τότε το εύμορφο Ξενιώ ηναγκάσθη να ξενοδουλεύη διά να ζήση. Πολλάκις μαζί με την δυστυχίαν έρχεται η γνώσις. — Δεν μ' έπνιγες καλλίτερα, μάννα μου!

Εγώ δεν περιφρονώ τίποτε· διεμαρτυρήθηκε κάπως πεισμωμένα ο Αριστόδημος. — Και όμως δεν προσέχεις το τι γίνεται γύρω σου· απάντησε ο Δημητράκης. Εγώ ήρθα να σου μιλήσω για σπουδαία υπόθεση και συ μου μιλάς ξύλα κούτσουρα. Θες ν' ακούσης; — Λέγε· είπε υπομονετικός ο Αριστόδημος. — Τι συμβαίνει λοιπόν: τον ρώτησε κάπως ανήσυχα ο Περαχώρας.

Οι στρατιώτες δεν είταν πια κούτσουρα ακίνητα ντιπ, που να ρίχνης τουφέκι και να τους κόβης πέρα πέρα, όπως στη ζύγηση της γραμμής, μα αδερφοί και φίλοι. Κι άνοιγε γλήγορα την κουβέντα και γελούσε μαζί τους, και τους αγαπούσε και τον σέβουνταν εκείνοι. Η ίδια ταχτική και τη νύχτα εκείνη.

Κατεβήκανε στης θεια Πασκαλιάς, και τη βρήκανε και συγύριζε κούτσουρα και τσουκάλια πριχού να πλαγιάση. Ανατρόμαξε στην αρχή, θαρρέψαντας πως είτανε Τούρκοι. Κάθισαν κοντά στη φωτιάλυχνάρι δεν είχεκι άρχισε και την ψιλορωτούσε ο Επίτροπος το τι ήξερε.

Από τότε πια ο νους μας εσηκώθη στον αέρα, . . . Φώτα πάνω, φώτα κάτω, φώτα 'δω, φώτα 'κεί πέρα, Έως ότου έγιν' Αίτνα το μικρό μας το κεφάλι Και παντού πετούσε σπίθες με ταχύτητα μεγάλη. Δηλαδή, σοφοί μου φίλοι, με δυο λόγια στρογγυλά, Στραβωθήκαμε μονάχοι με τα φώτα τα πολλά. Εσείς τότε, κύριοι μου, είσθε κούτσουρα ακόμη, Και δεν είχαν μεταξύ σας καμμιά πέρασιν οι νόμοι.

Έλα, έλα και θα σου πω, της κράζει η Ασήμω. Άφινέ τα τά κοτόπουλα κ' έρχουνται μοναχά τους. Έλα, και θα το δης το πουλί που σου φέρνω. Ζυγώνει σιγοπερπατώντας η σκυφτή γριούλα, και της λέει. — Τι 'ναι μαθές αυτά που γυρεύεις πάλε να μου πουλήσης στα γεράματά μου; Πώς γίνεται και δε μούφερες μαθές ξύλα απόψε; Τα γόνατά μου κοπήκανε μάζευε μάζευε κούτσουρα.

Πώς ποταμός βουνόπεφτος γιομάτος το χειμώνα ορμάει στον κάμπο, από βροχή του Δία φουσκωμένος, και πλήθος ξεροπρίναρα, και κούτσουρα 'να πλήθος, σέρνει, και πλήθος στο γιαλό θυμάρια κατεβάζει· 495 έτσι όρμαε κι' έτσι σάρωνε τον κάμπο τότε ο Αίας κι' έσφαζε αθρώπους κι' άλογα.

Δε μ' έννοιωσες, τάχα; Τάχα δεν έφαγες ποτέ σταφύλια στ' αμπέλι; Δεν είχες ποτέ σου αμπέλι, κούτσουρα αραδιασμένα το χειμώνα, ύστερα ν' αρχίζη να πρασινίζη, να βγάζη τα χνουδωτά σημάδια της νιότης, να πετάη βλαστάρια και να κλαδώνη, κατόπι νανθίζη και να κρεμιένται τα χιονάτα λουλούδια του, έπειτα μικρές αγορίδες, κι αυτές να μεγαλώνουν και να γίνουνται σιγά σιγά κόκκινες, ώσπου να καταντούνε σταφύλια; Σα να μου λες, θαρρώ, ναι.