United States or Malta ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' αφού θέλει να πεθάνω, πέστε της ότι της στέλνω αγάπη και ειρήνη, και την ευχαριστώ για όλα τα καλά και της τιμές που μου έκαμε από τότε που παιδί με άρπαξαν οι πειρατές, με πούλησαν στη μητέρα της, κι' αφωσιώθηκα στην υπηρεσία της. Ο καλός Θεός ας φυλάη την τιμή της, το σώμα της, και τη ζωή της. Αδερφοί, χτυπάτε με τώρα». Οι δούλοι την ελυπήθηκαν.

Και σαν τηνε παντρέψανε την Αρετή στα ξένα, Και μπήκε χρόνος δύσεχτος και μήνας οργισμένος, Κ' έπεσε το θανατικό κ' οι εννιά αδερφοί πεθάναν, Βρέθηκ' η μάννα μοναχή σαν καλαμιά στον κάμπο. Στα οχτώ μνήματα δέρνεται, στα οχτώ μυρολογάει, Στου Κωσταντίνου το θαφτό τις πλάκες ανασκώνει.

Μόλις γύρισε ο Τριστάνος στη Μικρή Βρεττάνη, στο Κάρχαιξ, πήγε να βοηθήση τον αγαπητό του σύντροφο Καερδέν, εναντίον ενός βαρώνου Μπενταλίς. Μία μέρα έπεσε σε ενέδρα που του στήσανε ο Μπενταλίς κι' οι αδερφοί του. Ο Τριστάνος σκότωσε τα εφτά αδέρφια. Αλλά πληγώθηκε κι' αυτός με μια κονταριά, και το κοντάρι ήτανε δηλητηριασμένο.

Οι στρατιώτες δεν είταν πια κούτσουρα ακίνητα ντιπ, που να ρίχνης τουφέκι και να τους κόβης πέρα πέρα, όπως στη ζύγηση της γραμμής, μα αδερφοί και φίλοι. Κι άνοιγε γλήγορα την κουβέντα και γελούσε μαζί τους, και τους αγαπούσε και τον σέβουνταν εκείνοι. Η ίδια ταχτική και τη νύχτα εκείνη.

Τότες του λέει ο Αχιλιάς γλυκόλαλα του γέρου «Να, γέρο μου, όξω πλάγιασε, μην τύχει και προβάλει 650 κανείς εδώ άξαφνα αρχηγός, γιατί έρχουνται πολλοί τους κι' αντάμα εδώ σαν αδερφοί κάθε δουλιά μιλάμε.

Χριστιανή κι ορθόδοξη κληρονομιά τον είχε... — Θανάση, δε σ' ερώτησα. Μη μ' αντικόβης, πάψε... Εκάθηκε ο Αλήπασας και με το χαλασμό του Ο σπόρος, που εκοιμότουνε κρυφά μεςτην καρδιά μου, Ανάδωκε κ' εγέννησε ταγκαθερό λουλούδι, Που μέρα νύχτα με κεντά... Είδες το γυιο τ' Ανδρούτζου; — Θα τον ευρήςτο δρόμο σου. — Θανάση, θα γνωρίζης Ότ' είμεθα σαν αδερφοί.

Όμως αφτόνε οι διο αδερφοί ενώθηκαν, κι' ο ένας 400 τον σαϊτέβει στο λαμπρό λουρί της αντροσώστρας γύρω στα στήθια ασπίδας τουμα απ' το παιδί του ο Δίας διώχνει το χάρο, μη σφαχτεί σιμά στ' ακροκαράβιακι' ο Αίας την ασπίδα ορμάει και του τρυπάει, μα μέσα δε μπήκε η μύτη, μοναχά τον άμπωξε ενώ ορμούσε. 405 Έτσι λιγάκι κώλωσε οχ το τειχί, μα πάλι δεν τράβαε χέρι, τι η καρδιά τη νίκη του διψούσε.