United States or Kyrgyzstan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μόλις τέλειωσε, παρακάλεσε τους δερβισάδες να κάτσουν σε ένα σοφά στην μια άκρη του δωματίου και τον Καλίφη και τους φίλους τους να κάτσουν από την άλλη. Όσο για τον βαστάζο, του ζήτησε να έρθει και να βοηθήσει αυτήν και την αδελφή της. Λίγο μετά μπήκε η Αμινά κουβαλώντας ένα κάθισμα που το τοποθέτησε στο μέσο του άδειου χώρου.

Αφτόνε ο Αίας σούγλισε στου ζουναριού τα μέρη· 615 και κάτου κάτου στην κοιλιά του μπήκε το κοντάρι, και χάμου βρόντησε. Έτρεξε ο ξακουστός τότε Αίας ν' αρπάξει την αρματωσά, μα τούρηξαν οι Τρώες τα μακροδρόμα ολόλαμπρα κοντάρια· κι' η ασπίδα άρπαξε απάνου της πολλά· κι' εκείνος στο κουφάρι το πόδι απάνου βάζοντας, το χαλκωμένο φράξο 620 το τίναξε όξω απ' το κορμί.

Τι λύπη ! τι λύπη ! Κ' η ματιά του έπεσε και στο πρόσωπο της Λιόλιας, που μόλις μπήκε αυτός μέσα, σηκώθηκε απ’ την καρέκλα κοντά στο κρεββάτι που καθόταν κ' έραβε και τονέ χαιρέτησε μ' ένα βυσσινύ χαμόγελο, ρίχνοντας με το χέρι πίσω κάτι σγουρόμαλλα απ’ το μέτωπό της.

Αυτό καλά αγαπούσε τα γίδια και τα πρόβατα, και πήγαινε στα λόγγα και στα λειβάδια με τους πιστικούς αλλά εγώ το τρωγόμουν νύχτα μέρα και του έλεγα: — «Πιστικός θα γέν'ς, παιδάκι μ', που δεν αγαπάς τα γράμματα; Σύρε ψυχούλα μ' στο σκολειό να μάθ'ς γράμματα και να γέν'ς προκομμένος άνθρωποςΣτο τέλος που του το πήγαινα συγκρατούμενο «γκιρ-μιρ» μ' άκουσε, άφησε την κλύτσα και την κάππα, τα γίδια και τα πρόβατα, τες ράχες και τα βουνόπλαγα, τους λόγγους και τα λακκώματα μπήκε στο σκολειό, ρίχτηκε με τα μούτρα στα γράμματα, έφυγε, κι' από τότε το βλέπω κάθε δέκα χρόνια!

Όταν γύρισε σπίτι του επήρε το φως από το χέρι τον υπηρέτη του, που ήθελε να του φέξη, και μπήκε μόνος στην κάμαρα του, όπου άρχισε να κλαίη δυνατά· μιλούσε παράφορα με τον εαυτό του και περπατούσε ορμητικά πάνω κάτω.

Νίκη όμως τρανή θα σου χαρίσω τώρα, αφού δεν έχει οχ τη σφαγή πίσω να πας, και μέσα να πάρει και να σου νιαστεί τα όπλα η ΑντρομάχηΕίπε, και το μαβρόσγουρο κουνάει κεφάλι ο Δίας. Και τέριαξε η αρματωσά στου Έχτορα το σώμα, 210 κι' Άρης φονιάς καταλυτής του μπήκε, και τα μέλη γιόμισαν δύναμη αντοχιά.

Ποιος ξένος μπήκε στη βραγιά και πώς απέρασε τους φράχτες; Το χωριό κοιμάται δίχως ονείρατα. Ο νέος όμως, που είδε στο χορό, την κυριακή τ' απόγεμα, στ' αλώνια, ο νέος που είδε την όμορφη την κόρη τη στολισμένη, προτού αποκοιμηθεί το βράδι, ονειρεύεται. Ίσως και κείνη να τον ξεδιάλεξε· τα μάτια τους σα ν' αντικρύστηκαν μια στιγμή, την κυριακή τ' απόγεμα στο χορό, στ' αλώνια. Και θα την πάρει.

Όποιος κι αν είταν ο λόγος που δεν πείραξε τους Αθηναίους, βέβαιο πως δεν είταν από παλικαριά τους, αφού μας το είπε καθαρά ένας σύχρονος πως για άλλο δεν μπορούσε η Αθήνα τότες να παινεθή παρά για το μέλι της. Σαν πήρε λοιπόν κ' έδωκε «όρκους», μπήκε στην πόλη και λούστηκε, και κάθισε στο τραπέζι με τους προυχόντους.

Πλανήθηκε σαράντα μέρες δρόμο, πέρασε σαράντα πολιτείες, και διάβηκε κάμπους και βουνά, ποτάμια και θάλασσες, ως που να φτάση στο μέρος που ξενειτεύονταν ο αδελφός του. Δε γνώριζε κανένα, ούτε κανένας πατριώτης βρίσκονταν εκεί. Είταν μεγάλη Παρασκευή, όταν μπήκε σ' αυτήν την πολιτεία, μέσα στην Ανατολή, κοντά στην Κόνια.

Έπειτα έρριξε χάμω το ραβδί του, σα νάρριχνε το σπασμένο του σπαθί και μπήκε στο γραφείο ψιθυρίζοντας ακόμα: — Στάχτημπούλμπερη θα τον κάνω· στάχτημπούλμπερη, να μου το θυμάσαι. Ο Δημητράκης τον ακλούθησε με θλιμμένα μάτια ως που έκλεισε πίσω του την πόρτα. Έπειτα σταύρωσε τα χέρια, έγειρε το κεφάλι και κατέβηκε αργά τη σκάλα.