Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 22 Μαΐου 2025


Και όπως τα μικρά παιδιά και οι γέροι άρχισε να κλαίει χωρίς να ξέρει το γιατί από πόνο που ήταν χαρά, και από χαρά που ήταν πόνος. Κάποιος όμως χτύπησε πάλι στην εξώπορτα κι εκείνη σκούπισε τα μάτια της με το πανί και πήγε ν’ ανοίξει. Ένας άντρας μπήκε κλείνοντας ξωπίσω του την εξώπορτα.

Το Βουνό περικύκλωνε με τη λευκοπράσινη κορυφή του το σπίτι. Ένα σκαλιστό κολονάκι είχε πέσει από το μπαλκόνι και βρισκόταν ανάμεσα στα χαλίκια σαν το απομεινάρι ενός βλήματος. Παντού ησυχία. Ο Έφις μπήκε και είδε ότι το καλάθι που είχε στείλει με τον ντον Πρέντου ήταν σχεδόν άδειο επάνω στο κάθισμα, σημάδι πως τα κηπευτικά είχαν κιόλας πουληθεί.

Ο Έφις μπήκε ακροπατώντας, με τη βιολέτα στο χέρι και γονάτισε πίσω από την κολόνα του άμβωνα. Η εκκλησία ερειπωνόταν. Όλα εκεί μέσα ήταν γκρίζα, υγρά και σκονισμένα.

Χ., να βαστάξουνε στον τόπο Ιουδαϊκή δυναστεία, τους Μακκαβαίους, για ν' αδυνατίζουν τους Σελευκίδες, και δεν απότυχε ο σκοπός τους. Όταν όμως ο Πομπήιος κατέβηκε και κατάφερε στερνό χτύπημα στο Ελληνικό εκείνο Κράτος, κ' έπειτα μπήκε στην Παλαιστίνη, νόμισε καλλίτερο ναλλάξη τώρα πολιτική, και να χτυπήση, όχι πια τον Ελληνισμό, παρά τον Ιουδαϊσμό.

Είπε, και σιώντας τίναξε το φράξινο κοντάρι και βρήκεδεν απότυχεκατάκορφα, τραβώντας 350 στην κεφαλή· μα οχ το χαλκό αλάργεψε ο χαλκός του δίχως να φτάσει ως στο πετσί, τι αμπόδισε το κράνος, χουνήσο κράνος τρίδιπλο, που τούχε δώσει ο Φοίβος. Οργιές εφτύς πισώτρεξε ο Έχτορας και μπήκε μες στο σωρό, κι' εκεί έπεσε στα γόνατα, ακουμπώντας 355 το χέρι χάμου, και το φως του θόλωσε στα μάτια.

Πηγαίνετε τώρα! — είπε το παιδίΤελείωσε η κρίση σας! — Και πώς τελείωσε; — είπαν οι πολλοί — Ο ένας κρατάει κι' ο άλλος έχει να λάβη. — Τελείωσε, είπε το παιδί. — Η διαφορά τους είταν το μίσος. Αφού μπήκε η αγάπη ανάμεσα τους, το μίσος έφυγε και το δίκιο έρχεται μόνο του.

Ο νοικοκύρης του σπιτιού, που μ' είχ' αφήση για μια στιγμή, μπήκε επί τέλους στην κάμαρα: — Με συμπάθειο π' άργησα, μούπε. Έχουμε ανακατωσούρες απόψε, κοιλοπονάει η φαμελιά μου. Και κάθησε κοντά μου με το ψηλό τ' ανάστημα, καμπουριασμένο, το χλωμιασμένο πρόσωπό του ανήσυχο.

Και νύχτα, βαθειά μεσάνυχτα, μπήκε κρυφά στο σπίτι ο καλός της και την άρπαξε. Ο παπάς δεν πολυσκοτίστηκε και τόσο. «Νέοι είνε κι' ας παντρεύωνται», είπε. Η παπαδιά, ναι μεν της κακοφάνηκε πούγινε η ντροπή στο σπίτι της, μα πάλι δεν έκανε και μεγάλο κακό. «Τυχερά πράμματα», είπε. Η Ταρσίτσα δε μίλησε όλην τη μέρα. Μιλιά δεν της βγήκε απ' το στόμα.

Είμαι ο νοικοκύρης του σπιτιού! — Κανένας άλλος από μένα δεν είναι εδώ μέσα νοικοκύρης! Είπε ουρλιαχτά ο ξένος. Η Τασιούλαινα ακούοντας αυτά, μπήκε στη μέση των δύο αντρών και φώναξε μ' όλα της τα δυνατά: — Μη Τασιούλα!!! είναι το παιδί μας! Μη Γιωργάκη μου!!! είν' ο πατέρας σου! Στη στιγμή η δύο μαχαίρες έπεσαν κατά γης.

Είταν παραμονή της πρωτοχρονιάς εκείνη τη βραδειά, κι' η γυναίκα άλλο από λίγο ψωμί αραποσίτικο δεν είχε και στενοχωριώταν. Εκείνη τη στιγμή μπήκε μέσα κι' ένα παλληκάρι, μίλησε κρυφά με τη γυναίκα, βγήκε έξω στην αυλή, έπιασε ένα πετεινό, τον έσφαξε και σένα κομμάτι ώρας τον έβαλαν στη χύτρα να βράση.

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν