United States or Mauritania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Φθάνοντας δε εις την Δαμασκόν η Δειλνοβάτζη ευθύς έβαλεν εις έργον το δακτυλίδι της, το οποίον της έδωκε την μορφήν των πλέον ωραιοτάτων κυράδων της χώρας, έπειτα επαρουσιάζετο εις τους αγαπητικούς της, και ελάμβανε μεγάλα χαρίσματα από αυτούς, και δηνάρια όσα και αν ήθελεν· εγώ από το μέρος μου διά περιδιάβασίν μου, και καμμίαν φοράν διά να κλέψω, έτρεχα εις το δακτυλίδι μου, και ελάμβανα τώρα την μορφήν ενός πραγματευτού· τώρα άρχοντος, και τώρα οποίου και αν ήθελα, κι' ήμουν νοικοκύρης εις τα υπάρχοντά του.

Και τότε έρχεται ένας καλός νοικοκύρης, άνθρωπος εις δημοσίαν θέσιν ευρισκόμενος και του λέγει: Ευγενέστατε νεανία! το να αγαπά κανείς είνε ανθρώπινον, μόνον πρέπει να αγαπάτε ανθρωπίνως! Κανονίσατε τας ώρας σας, αφιερώσατε τας μεν δι' εργασίαν, τας δε της αναπαύσεως εις την ερωμένην σας.

Ως νοικοκύρης βλάσφημα υποτραυλίζει έπη, οπόταν σφουγγαρίσματα 'στό σπητικό του βλέπη, μπουγάδες και σκουπίδια... μήτε ποτέ 'στήν αγορά πηγαίνει να ψουνίση κι' ούτε κανείς 'στό σπήτι του τον είδε να γυρίση με δύο κουνουπίδια.

Θαρρώ δεν πολυπροκόβουνε στις χώρες αυτά τα βουνήσια τα λούλουδα. Εκεί βλέπεις άλλα. Εκεί είναι πολιτισμός. Εκεί μόλις και νοιώση ο καλός ο νοικοκύρης πως σιμώνει το τέλος του, δίνει το μισό το είναι του σ' ένα σπιτάλιο και τελειώνει. Έτσι τελειώνει κ' η κοκώνα του να πάει στο θέατρο, την ώρα που κάθεται η νοικοκερά μας κι ακούγει γειτόνισσες.

Είμαι ο νοικοκύρης του σπιτιού! — Κανένας άλλος από μένα δεν είναι εδώ μέσα νοικοκύρης! Είπε ουρλιαχτά ο ξένος. Η Τασιούλαινα ακούοντας αυτά, μπήκε στη μέση των δύο αντρών και φώναξε μ' όλα της τα δυνατά: — Μη Τασιούλα!!! είναι το παιδί μας! Μη Γιωργάκη μου!!! είν' ο πατέρας σου! Στη στιγμή η δύο μαχαίρες έπεσαν κατά γης.

Για τούτο μόλις τον είδε να βγαίνη από τα σύνορα της λογικής τον παραίτησε. Τυχερό που η κυρά Πανώρια ήταν σύμφωνη. Κίνησαν κ' οι δυο χωρίς να ειπή ο ένας στον άλλον καταπού θα πάνε. Πήρανε τον ίδιο δρόμο σα να τον είχανε προμελετημένο. Φτάσανε στο σπίτι της Ελπίδας με αγώνα και κόπο, μα φτάσανε. Γύριζε τώρα στ' αμπέλι της σα νοικοκύρης.

Το θέλημά μου είν' αυτό, και αν ψηφάς τι θέλω, πρόσχαρος τώρα να φανής. Μη μου τα καταιβάζης, και δεν ταιριάζουντον χορόν καταιβασμένα μούτρα. ΤΥΒΑΛΤΗΣ Ταιριάζουν, όταν χώνεται κ' ένας αχρείος μέσα! Δεν υποφέρεται αυτό! ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Πλην θα το υποφέρης! Τι είναι τούτο, Κύριε; Σου λέγω δα! Πού είσαι; Ο νοικοκύρης είμ' εγώ, ή συ; — Δεν υποφέρεις! Ποιος σ' ερωτά; Ακούς εκεί!

Τούρχεται μια σοφή ιδέα: Δουλεφτής να είμαι, δεν είμαι· νοικοκύρης να είμαι, δεν είμαι· άμαθος καθώς είμαι στη δουλιά, — τεμπέλης νάλεγε, δεν τόλεγε· είχε μεγάλη ιδέα για λόγου του·τι να κάμω; τι να κάμω; Παπάς να γίνω! Παπάς να γίνη, καλό τόβρισκε. Μα έπρεπε να βρη και τον τρόπο.

Τα παιδιά βλαστημούσαν η γυναίκα χτυπούσε με τα χέρια της το κεφάλι της, τα κορίτσια έκλαιαν. Δεξιά, αριστερά, πέρα, η ίδια θλίψη, ο ίδιος πόνος, η ίδια κατάρα. Ο νοικοκύρης κίτρινος, κίτρινος, με σκυμμένο κεφάλι, και τα χέρια σταυρωμένα πίσω, κοίταζε μ' ανοιχτά μάτια, χωρίς να βλέπη. Είταν σαν τρελλός.

Ο παπάς δεν είχε ειπή δυο-τρεις εξορκισμούς, όταν ο λιγοθυμισμένος ξένος άνοιξε τα μάτια του και με φωνή τρεμουλιαστή είπε σ' όλους τους ανθρώπους, που βρίσκονταν γύρα του: — Καλώς σας ηύρα χωριανοί! Είμαι ο Κώστας! Είμαι ο νοικοκύρης της νοικοκυράς.... Ήθελε να ειπή ότ' είταν ο άντρας της Κώσταινας, αλλά το συνήθειο της πατρίδας εμποδίζει να λέγωνται στώνομα μπροστά στους άλλους, τ' αντρόγυνα.