United States or Heard Island and McDonald Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά μίαν Κυριακήν τον συνήντησε καθ' οδόν ο Αστρονόμος, και μειδιών του είπε: — Για 'πε αλεύρι, Μανωλιό! — Αλεύρι. — Ο Τερερές σε γυρεύγει. Ο Μανώλης εκοκκίνισε. — Κ' εγώ τόνε γυρεύγω, είτε, μα φοβάται και χώνεται. — Να σου πω, είπε προσποιούμενος σοβαρότητα ο Αστρονόμος, μην το παίρνης αψήφιστα το πράμμα. Ο Τερερές είνε κακός ... — Δεν τονε φοβούμαι.

Ό,τι άνοιξε τα παράθυρά του ο Φώτης, και τα κοπέλλια του, άλλος σκούπιζε τα τσιγαροκόμματα της αποψεσινής συντροφιάς, άλλος διάρμιζε τα ποτήρια και τα καφκιά, να και χώνεται μέσα σαΐττα ο Μανώλης, του Δημήτρη ο δουλευτής, λαχανιασμένος, σκουνισμένος, κατάχλωμος. — Φονικό! κράζει του Φώτη. Ό,τι πήγαινα στις ελιές, και στο μισό το δρόμο στρωμένος ο κυρ Πανάγος! Αλλού αυτός κι αλλού το κεφάλι του.

Καμιά φορά, το λοιπόν, πάει ο Μπέης κρυφά και χώνεται ανάπλαγα μες το λόγκο, οπαράδιζε ο Αργύρης κάθε αβγή με τα πρόβατα. Πάει εκεί και χώνεται, και λουμώνει και παραμονέβει τον Αργύρη. Αγναντέβει το πώς τάβοσκε και τα διαφέντεβε τα πρόβατά του το βοσκαρούδι. Χαμογέλασε ο τούρκος πίσω από τα κλαδιά. Παίρνει και φέβγει και γέρνει στον πύργο του.

Τότε ο μεγάλος Αίας κατόπι τίναξε κι' αυτός το στομωτό χαλκένιο κοντάρι, και του χτύπησε τη φωτοβόλα ασπίδα. 250 Και το γερό όπλο του περνάει ως πέρα την ασπίδα και μες στα μαστροδούλεφτα τού χώνεται τσαπράζα, και το σκουτί ίσα εκεί κοντά του σκίζει στο λαγγόνι· μά' γυρε αφτός και σώθηκε απ' τον πικρό το χάρο.

Ζήτησε πρώτα νάμπη ο Βελισάριος από την πόρτα του «έλικα», της σκάλας δηλαδή του καθισμάτου, μα τη βρήκε μανταλωμένη μέσαθε. Τραβάει τότες κατά τη μεγάλη θύρα δυτικά στο κάθισμα, στη βενέτεια τη στοά, και χώνεται μέσα στο ιπποδρόμιο. Ο Μούνδος πάλε με τους δικούς του μπήκε από τη Νεκρή πύλη του ιπποδρομίου. Θρούβαλα έπεσε αμέσως όλη η στάση.

Κι' ο Φοίβος πάει ως στων στρατών και χώνεται την πύκνα, κι' άσκημη ρήχνει ταραχή στων Αχαιών τους λόχους, μα δόξα δίνει κι' αφοβιά στον Έχτορα στους Τρώες, 730 κι' άξαφνα γύρισαν γραμμή τους Αχαιούς να φάνε, 552 μ' ομπρός ομπρός τον Έχτορα, το φοβερό λιοντάρι. Αφτός καθ' άλλον άφινε οχτρό και δε βαρούσε, 731 κι' ίσια στον Πάτροκλο όρμησε.

Ένας κουτσοκουλόστραβος κουρελιάρης και ψειριάρηςΚραβαρίτης θα ήτανδυο ώρες τόρα εχτυπούσε την πόρτα και ο άγιος κλειδοχράτορας δεν είχε είδησι. Τέλος άκουσε, αγριοβλαστήμησε δυοτρεις φορές που του εχαλούσαν την ησυχία, εσηκώθηκε τρέκλαδίπλα και άνοιξε να μπάση τον κουρελιάρη. Ο ναύκληρος δεν χάνει καιρό, χώνεται μέσα.

Κ' έτσι την αφίνει ο Βασιλιάς και φεύγει και πηγαίνει κατά τα τειχίσματα, και βγαίνει στην εξοχή, και χώνεται σ' ένα χωράφι, και κόβει ξύλα, και φορτώνει ένα δεμάτι στον ώμο του, και κατεβαίνει ίσια κατά τασκέρι που είταν τώρα σκορπισμένο μπροστά, στα τειχίσματα. — Ώρα καλή, γέρο! Του φωνάζει ένας παλικαράς Μωραΐτης. Δεν μπορείς από δω να περάσης.

Κ' εκεί οπέκλαιε κ' εμοιρολογούσε, κάνει να ξεδιπλώση το πανί και βλέπει στο νερό ξαφνικό μεγάλο. Βλέπει να κατεβάζη το νερό τ' Αργύρη της τη φλογέρα. Βουτάει, χώνεται στα νερά σαν πάπια ως τη μέση, την αρπάζει με δάκρυα στα μάτια, την κολλάει στα χείλη της και τη φιλεί, τη φιλεί, τη φιλεί. Μα δεν ήξερε τι να στοχαστή κιόλα, και βάνει με νου της χίλιες δυο συφορές και κακά.

Το θέλημά μου είν' αυτό, και αν ψηφάς τι θέλω, πρόσχαρος τώρα να φανής. Μη μου τα καταιβάζης, και δεν ταιριάζουντον χορόν καταιβασμένα μούτρα. ΤΥΒΑΛΤΗΣ Ταιριάζουν, όταν χώνεται κ' ένας αχρείος μέσα! Δεν υποφέρεται αυτό! ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Πλην θα το υποφέρης! Τι είναι τούτο, Κύριε; Σου λέγω δα! Πού είσαι; Ο νοικοκύρης είμ' εγώ, ή συ; — Δεν υποφέρεις! Ποιος σ' ερωτά; Ακούς εκεί!