United States or Sri Lanka ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είπε· και πυρ αδάμαστον άναψε ο Μελανθέας, και το θρονί κοντά 'θεσε κ' έστρωσε αυτού προβεία, κ' έφερε μέσαθε χοντρόν αλείμματος τοπάρι· και αφού καλά το ζέσταναν δοκιμάσαν οι νέοι, χαμένα, καιτην δύναμι πολύ κατώτερ' ήσαν. 185 ο Αντίνοος και ο θεόμορφος Ευρύμαχος εμέναν ακόμ', οι ανδρειότεροι και των μνηστήρων πρώτοι.

Ο μπουφές παραμέσα το ίδιο. Ντροπαλούτσικα, ζωηρούτσικα, πονηρούτσικα, σμουλωχτά πρόβαναν μέσαθε άλλα εδώ όμορφα κεφαλάκια· άλλες εκεί χυμερές χωριατοπούλες, αφράτες. Τα τζαμόφυλλα γύρω των παραθυριών κ' οι πόρτες, όλα κλεισμένα μέσαθε, κατάκλειστα.

Άνοιγαν και τις παλιοκασέλες, τις ανάδεβαν έβγαναν μέσαθε κουρέλια των καταδίκων τα παλιοπουκάμισα, μην είχαν κ' εκεί στον πάτο μαχαίρια. Έψαχαν και τις σκουροφουφούδες μέσα. Έψαχαν και τα παλιοστρώματα, μην τάχαν μέσα στα άχυρα χωμένα. Ολούθ' έψαχαν.

Να θαμάσουμε τις θεόρατες κολώνες και τις απανωτές καμάρες, που λες και λαφροπετώντας ανεβαίνουνε και στηρίζουν το μεγάλο τον τρούλλο που στεφάνωνε το χτίριο. Να βλέπουμε τ' αμέτρητά του στολίδια περιχυμένα από το φως που πέφτει από του μεγάλου τρούλλου τα εικοσιτέσσερα παράθυρα, που λες από μέσαθε κι όχι απέξω έρχονται οι αχτίδες του.

Αυτά 'πε, κ' η χρυσόθρονη Ηώτον κόσμο εφάνη· και οπ' έκλαιε την νόησε μακρόθεν ο Οδυσσέας, κ' έμεινε και του φάνη πως τον γνώρισ' ήδη εκείνη και του 'στεκετην κεφαλή· και άρπας' ευθύς την χλαίνα και ταις προβειαίς, 'που πλάγιαζε, και απόθεσέ τα εις θρόνον 95το μέγαρο, κ' έξ' έφερε τα βώδινο τομάρι. και τα χέρια σηκόνοντας είπε· «Πατέρα Δία, εάν τωόντ' η αγάπη σας, αφού μ' εβασανίστε, από στερηαίς και θάλασσαις μ' ωδήγησετην γην μου, απ' τους θνητούς, οπού ξυπνούν, κάποιος φωνήν ας βγάλη 100 μέσαθε, κ' έξω του Διός άλλο ας φανή σημείον».

Εβροντούσαν μέσαθε, εχτύπαγαν τις σιδερόφραχτες πόρτες τους, να τις ξερριζώσουν πάλεβαν. Να πηδήσουν μανιασμένοι, ακράτητοι όξω, να τον πνίξουν το φοβερό το μπόγια τους. Έβριζαν, έφτυγαν, εβλαστημούσαν αδύνατοι να ξεσπάσουν το μανιακό τους το θυμό. Σαν έβλεπαν πως άδικα επάσκιζαν και τίποτα δεν έκαναν, με την τύχη τους τάβαναν, το Θεό εβλαστημοΰσαν·

Βγήκε από το χωριό και κατέβηκε στο Βαθυλάκωμα με το χάραμα. Την πήραν γλυκοχαράματα που έσκυβε απάνου στο νερό κι ακαρτέραε το λαμπριάτικο ταρνί της. Καμιά φορά εκουφογόγκηξ' η σπηλιά μέσαθε. Το νερό εκύλαε με πλειότερη βουή τόρα. Σε λίγο πλαφ! πλαφ! κάνει και πέφτει κάτου μαφρούς ένα τραγήσιο τομάρι φουσκωμένο.