United States or Poland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ακούεις; Κάμε κάθε τι καθώς σου παραγγέλλω. ΑΞΙΩΜ. Εγώ δεν τρώγω άχυρα ούτε φορώ σαμάρι. Αν είναι πράγμα 'π' άνθρωπος το κάμνει, θα το κάμω! ΔΟΥΞ ΑΛΒ. Εδμόνδε, την ανδρείαν σου την έδειξεςτην μάχην, κ' η τύχη σ' εβοήθησε. Εκείνους οπού ήσαν αντίπαλοί μας σήμερα, τους έχεις αιχμαλώτους. Παράδοσέ τους εις εμέ, κ' εγώ θ' αποφασίσω ό,τι αξίξει δι' αυτούς και ό,τι με συμφέρει.

Πλατεία. ΣΑΜΨΩΝ Γρηγόρη, μα την πίστιν μου ούτ' εγώ τρώγω άχυρα, ούτε συ! ΓΡΗΓΟΡΗΣ Όχι βέβαια! μήπως είμεθα γαϊδούρια; ΣΑΜΨΩΝ Θέλω να ειπώ, αν μας θυμώσουν να πηδήσωμεν κατ' επάνω των. ΓΡΗΓΟΡΗΣ Κύτταξε όμως να μη πηδάς πολλά παλούκια. ΣΑΜΨΩΝ Δεν αργώ να κτυπήσω, αν πάρω φωτιάν! ΓΡΗΓΟΡΗΣ Αλλ' αργείς να πάρης φωτιάν, διά να κτυπήσης. ΣΑΜΨΩΝ Κι' ένα σκυλί από το σπίτι του Μοντέκη με φέρνει άνω κάτω!

Άκουσε λοιπόν όταν έλθη ο γεωργός διά να σε ζεύξη εις το αλέτρι, εσύ εναντιώσου· δείξε τον θυμόν σου· όρμησε διά να τον κτυπήσης με τα κέρατα, κτύπα τα ποδάρια εις την γην και φόβισέ τον με το φοβερόν σου μούγκρισμα· και τα άχυρα που σου δίδει διά να φάγης μύρισέ τα, και άφησέ τα· και τότε θέλεις ιδεί πώς σε αφίνει εις ανάπαυσιν.

Να ξεκινήση πρώτα η νύφη και να γλυτώση από το χάρο, αν είνε γραμμένο να φτάση ως εδώ το δρεπάνι του. Στη χώρα δεν κονεύουνε μήτ' ένα μερόνυχτο. Πολύ φόβο δεν έχουν εκεί. Μ' αν τακούση η κερά Δέσπω, θα την πιάση τρομάρα. Εσύ και γω να τα ξέρουμε μονάχοι μας. Ακούς; Κερ. Έννοια σου δα κι άχυρα δεν τρώγω. Μόνο μια χάρη, Γαρουφαλίτσα μου. Να μου δώσης του γάμου φαεί. Ψοφώ της πείνας. Γαρουφ.

Το μπεόπουλο πίσω σ' ένα κουφοπλατάνι δάγκανε τα δάχτυλά του και χτυπούσε τα ποδάρια του στο χώμα. Βγάζει μια φωνή τότες: — Φωτιά να τον κάψουμε τον παλιογκιαούρη!... Έτρεξαν στο περιβόλι· το μάτι του Λιάκου δεν τους έβλεπε. Κολλητά στο μύλο είταν δυο θυμωνιές απ' άχυρα. Έκοψαν πρώτα το νερό του μύλου κ' ύστερα έτσουξαν φωτιά.

Αλλ εγώ ηξεύρω τι αξίζω, και ποια είμαι, και ας ευρίσκωμαι εις το αυλάκι. Δεν έχασε τω όντι μήτε την αξιοπρέπειαν μήτε την ευθυμίαν της. Και έβλεπε λογής λογής πράγματα να τρέχουν απ’ επάνω της εις το αυλάκι: άχυρα και ξυλάκια και κομμάτια παλαιών εφημερίδων. — Πώς τρέχουν, έλεγεν η σακκορράφα. Και ούτε τους περνά από τον νουν ότι εγώ είμαι εδώ κάτω!

Άνοιγαν και τις παλιοκασέλες, τις ανάδεβαν έβγαναν μέσαθε κουρέλια των καταδίκων τα παλιοπουκάμισα, μην είχαν κ' εκεί στον πάτο μαχαίρια. Έψαχαν και τις σκουροφουφούδες μέσα. Έψαχαν και τα παλιοστρώματα, μην τάχαν μέσα στα άχυρα χωμένα. Ολούθ' έψαχαν.

Ότε την επιούσαν, πριν έτι εξημερώση, ήνοιξε τας αγκάλας, ίνα την φίλην του περιπτυχθή, αντ' αυτής ενηγκαλίσθη μόνον τα άχυρα της στρώμνης του. Αναπηδήσας μετά τρόμου εξέτεινε τους βραχίονας και εψηλάφησε τα σκότη, ως ο τυφλωθείς Πολύφημος ζητών τον Οδυσσέα.

Ω! είναι μια 'μιση οργυιά, μια και μισή! ΓΕΛΩΤ. Παππού μου, έχει δαιμόνια εκεί, μη τύχη κ' έμβης μέσα! βοήθεια! ΚΕΝΤ Δος το χέρι σου. — Μέσα εκεί ποιος είναι; ΓΕΛΩΤ. Δαιμόνιον! Δαιμόνιον! Εσύ τι πράγμα είσαι, που μέσα 'ς τ' άχυρα βογκάς; Ποιος είσαι; Έβγα έξω! ΕΔΓΑΡ Φευγιό! φευγιό! Ο Σατανάς μ' επήρε το κατόπιν. »Μέσ' 'ς τα κλαδιά της μυρσινιάς ο άνεμος σφυρίζει

Την ερχομένην αυγήν επήγεν ο γεωργός διά να πάρη το βόιδι να το ζεύξη εις το χωράφι, και το ευρίσκει εξαπλωμένον οπού ελαχομανούσε, και τα άχυρα σχεδόν άγγιχτα εις το παχνί· το σηκώνει, και πάσχει διά να το ζεύξη εις το αμάξι, και δεν ήτον τρόπος· εναντιώνεται το βόιδι, μουγκρίζει, κτυπά τα ποδάρια εις την γην, και χύνεται με τα κέρατα να κτυπήση τον γεωργόν.