United States or Ghana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και τότε ο Αχιλλέας χτυπάει τα διο του γόνατα και κράζει του Πατρόκλου 125 «Πάτροκλε, ομπρός, θεόσπαρτε, γενναίε αμαξομάχε, να! βλέπω γλώσσα ανήμερη φωτιάς κοντά στα πλοία. Τρέχα, μην πια τα κάψουνε και γλυτωμό δεν έχει. Οπλίσου, μην αργείς, κι' εγώ τους άντρες παρατάζω

Πλατεία. ΣΑΜΨΩΝ Γρηγόρη, μα την πίστιν μου ούτ' εγώ τρώγω άχυρα, ούτε συ! ΓΡΗΓΟΡΗΣ Όχι βέβαια! μήπως είμεθα γαϊδούρια; ΣΑΜΨΩΝ Θέλω να ειπώ, αν μας θυμώσουν να πηδήσωμεν κατ' επάνω των. ΓΡΗΓΟΡΗΣ Κύτταξε όμως να μη πηδάς πολλά παλούκια. ΣΑΜΨΩΝ Δεν αργώ να κτυπήσω, αν πάρω φωτιάν! ΓΡΗΓΟΡΗΣ Αλλ' αργείς να πάρης φωτιάν, διά να κτυπήσης. ΣΑΜΨΩΝ Κι' ένα σκυλί από το σπίτι του Μοντέκη με φέρνει άνω κάτω!

Μα παραχώρησες σ' αφτά θα κάνουμε κι' οι διο μας, εμένα εσύ και πάλι εγώ εσένα θα σου κάνω, κι' οι άλλοι αθάνατοι θεοί θα παν κατά πώς πάμε. Μον τώρα πες της, μην αργείς, της Αθηνάς να τρέξει στους πολυτάραχους στρατούς των Αχαιών και Τρώων, 65 κι' έτσι να κάνει π' άπιστα ν' αρχίσουν πρώτοι οι Τρώες και να χτυπάν τους Αχαιούς που κέρδισαν τη νίκη

Πες μου λοιπόν και μην αργείς ν' ακούσω τη γενιά σου, Για να με κάμης γνώριμον και φίλον της καρδιάς σου. Ο Ποντικός με σοβαρά, σκυφτά τα βλέμματά του, 75 Περήφανα απεκρίθηκε σ' αυτό το ρώτημά του. Το γένος μου, κυρ Μπάκακα, παντού είναι φημισμένο, Και από ζώα, και πουλιά, και αθρώπους γνωρισμένο.

Μα τέλος πια σα χόρτασαν με το να βλέπουνται έτσι, πρώτος τότε ο θεόμορφος γιος είπε του Δαρδάνου «Μη, θεοπαίδι, τώρα αργείς, μον πες τους να μου στρώσουν, 635 για να χαρούμε μια σταλιά και το γλυκό τον ύπνο.

Στιγμή μικρής ανακωχής μη θέλεις να της δώσης, Μη αργείς, αν περισσότερο μπορείς να την πληγώσης. Υπήκοος ασάλευτος θα βρίσκομαι κοντά σου, Και θα φιλώ μ' υποτανή τ' ανίκητα δεσμά σου. Να καυχηθής, δε γένεται, πως τάχα ο άλυσός σου, Ωσάν κι' εμένα να κρατάη τινάν στον ορισμό σου. Η εδική μου η καρδιά ζιη μοναχά, κινιέται, Καθόσο οχ της σαγίταις σου βαθύτερα κεντιέται.

ΑΛΚΗΣΤΙΣ Βλέπω το πλοίο το δίκωπο, το βλέπω μέσ' στη λίμνη και τον πορθμέα των νεκρών, τον Χάρο, τον ακούω, όπου κρατώντας το κουπί στο χέρι του μου λέγει: «Γιατί αργείς; Μη χάνωμε καιρό. Σε περιμένω». Έτσι με βιάζει άγριος και θυμωμένος έτσι. ΑΔΜΗΤΟΣ Αλλοίμονο, τι άγριο ταξείδι προφητεύεις! Ω, τ' είναι αυτή η συμφορά που τώρα μας ευρήκε!

Ξέρεις τις άκρες τεχνικά να στρίβεις· μα έλα τ' άτια π' οκνά σού τρέχουνε, κι' αφτού θαρρώ ίσως πέσεις όξω. 310 Τώρα έλα, γιε μου, μην αργείς, μον σκέψου κάθε τρόπο 313 σκέψου καλά, μήπως τυχόν σου φύγουν τα βραβεία.