United States or Ecuador ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και οι δικοί του υπολογισμοί παρουσίαζον πλησιάζοντα τον καιρόν, κατά τον οποίον οι Τούρκοι θα αναγκάζοντο να φύγουν στην Κόκκινη Μηλιά.

Ο μέγας χείμαρρος εις το μέσον της ωραίας λεκάνης, εξεχείλισε, παρέσυσε δύο γεφύρας, επλημμύρησεν εις όλα τα χαμόγεια και τα σπιτάκια των πτωχών, και έκαμνε να κολυμβούν γυναίκες και παιδία και κτήνη εις τον καταρράκτην τον βαθύν. Το νερόν υψώθη έως τα πατώματα των πτωχικών οικιών, οι περισσότεροι των κατοίκων επρόφθασαν να φύγουν εις τα υψηλά και μετέωρα.

Ο Τούρκος εξηκολούθησε: — Δεκαπέντε μέραις επέρασαν, δεκαπέντε μέραις τον εφύλαγα καρτέρι. Ήτανε στον καιρό του πολέμου. Ο Καϋμακάμης του τόπου έκοψε το σιδηρόδρομο του Λουλεβουργάζ, και έδωσε διαταγή να φύγουν προς την πόλι· εγώ δεν εσάλεψα. Μια νύχτ' ακόμη αν περνούσε θα μ' εσκότωναν οι Ρούσσοι. Μα ο Θεός μ' εφύλαξε και μ' έστειλε τον άνθρωπό μου.

Μας απεχαιρέτων δε και οι δύο, ότε ο Κ. Μελέτης αποτεινόμενος προς τον ανεψιόν του: — Αφού, είπεν, οι κύριοι θέλουν και καλά να φύγουν απόψε, προς τι να λάβη τον κόπον ο Κύριος Μαιμάς να επιστρέψη και πάλιν εις το Κάστρον; Το απλούστερον είναι να καταβήτε απ' ευθείας εις την Σκάλαν, όπου ερχόμεθα και ημείς προς συνάντησίν σας.

Ξέρεις τις άκρες τεχνικά να στρίβεις· μα έλα τ' άτια π' οκνά σού τρέχουνε, κι' αφτού θαρρώ ίσως πέσεις όξω. 310 Τώρα έλα, γιε μου, μην αργείς, μον σκέψου κάθε τρόπο 313 σκέψου καλά, μήπως τυχόν σου φύγουν τα βραβεία.

Πλαγιάζει ο λειονταρόψυχος! Του ύπνου του η ώραις Όσο κι' αν φύγουν γρήγορα, μεσότοιχο θα γένουν Ν' αποστομώσουν το θολό, τ' αγριωμένο κύμα Του χρόνου που μας έπνιξε. Μ' εκείνην τη ρανίδα Πώσταξ' από τα μάτια του, θα ξεπλυθή η μαυράδα Που ελαίρονε της μοίρας μας το νεκρικό δεφτέρι. Ο Διάκος στο κρεββάτι του, ζωσμένος τη φλοκάτη Σαν αητός μες τη φωλειά, ολάκερο ένα γένος Έκλωθ' εκείνην τη βραδειά.

Πηγαίνωμεντον ιατρόν του ασθενούς μας κράτους και μέσα εις το ιατρικόν που θα το θεραπεύση κάθε ρανίδα ας χύσωμεν καθείς του αίματός μας! ΜΑΚΔΩΦ Ας τρέξη, το βασιλικόν βλαστάρι να δροσίση, κι' ας πνίξη τ' αγριόχορτα! Εμπρός, εις την Βιρνάμην! Εν Δουνσινάνη. Αίθουσα εν τω μεγάρω. ΜΑΚΒΕΘ Να μη τ' ακούωτο εξής! Ας φύγουν όσοι θέλουν!

Μόνο να μη πηαίνωμ' ομάδη, γιατί άνε μάςε δη θα μάςε σκοτώση. Ο Μανώλης, τον οποίον δεν ετάραξεν ολιγώτερον το πράγμα, παρετήρησεν υπεράνω παρακειμένου φράκτου και διά μέσου των ελαιών διέκρινεν ένα Τούρκον κυνηγόν, ο οποίος εγέμιζε το τουφέκι του. — Ο Καουκάκης είνε, είπεν αναθαρρήσας. Και εξηκολούθησε συμπορευόμενος προς τα Λιβάδια και δεν έπαυε να την παρακαλή να φύγουν.

Ούτε καιρό εκύταξε ούτε τίποτα, μόνον πάρσιμο την άγκυρα κ' εμπρός. Και να ιδής που συνεπήρε και άλλους το κίνημά του. Πολλά καράβια ήσαν έτοιμα να φύγουν μα έμεναν βλέποντας συλλογισμένον τον καιρό. Τόρα όμως εβγήκαν κ' εκείνα στα πανιά. Μα η Πεντέχτη έδειχνε πως δεν θα παίξη. Γύρω τα ουρανοθέμελα ήσαν κατάσκουρα· ο ήλιος εβασίλεψε συλλογισμένος.

Μα οι Τούρκοι, είναι ξένοι καταχτητές, ήρθαν και θα φύγουν πάλι. Αυτοί τουλάχιστο δε θέλησαν ή δεν κατάφεραν ποτέ να πάρουν τη θρησκεία, τη γλώσσα, τον εθνισμό μας. Ενώ οι άλλοι λαοί που μας περιτριγυρίζουν και το θέλουν και το καταφέρνουν, Γι' αυτό είναι και πιο επικίνδυνοι από τους Τούρκους. Αλλά οι Τούρκοι δεν ξέρουν να φυλάξουν το έθνος μας από τις επιβολές, των τριγυρινών εθνών.