Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 17 Ιουλίου 2025


Μίαν ελπίδα είχεν ακόμη· να πείση την Πηγήν να φύγουν, να την κλέψη. Αλλά πώς να της ομιλήση; Την έβλεπε πολύ σπανίως καθ' οδόν και τότε μόλις κατώρθωναν ν' ανταλλάξουν ολίγας λέξεις.

Που πήγαν μια φορά στην εκκλησιά και πήραν το διάκο για τράγο, τ' άγιο βήμα για τσαγκαδομάντρα, τους ψαλμούς για τραγούδια, το θυμιατό για σιδεροσφεντόνα και τα κλωνιά του λιβανιού για γιδοκακαράντζες. Πώχασαν μέσα το Γώγο, σα σκώθηκαν να φύγουν, κ' έμπηξαν τες φωνές για να τον βρουν.

ΙΠΠΟΤ. Και σκοπόν προτήτερα δεν είχαν να φύγουν, καθώς έμαθα. ΚΕΝΤ Σε χαιρετώ, αυθέντα. ΛΗΡ Α! Διεσκέδαζες εδώ μ' αυτήν την καταισχύνην; ΚΕΝΤ Όχι, αυθέντα μου, εγώ. ΓΕΛΩΤ. Α, α! Κακά βρακοπόδια φορεί! Τα άλογα τα δένουν από το κεφάλι, τα σκυλιά και ταις αρκούδαις από τον λαιμό, τους πιθήκους από την μέσην, και τους ανθρώπους από τα πόδια.

Κι' ένα φεγγάρι εδώ αν αργείς το τέρι σου να σμίξεις, στενάζεις μες στ' ανάφρυδο καράβι σα σε σπρώχνει αλάργα η βαρυχειμωνιά και τ' αγριεμένο κύμα· μα εμείς, μας βρήκε ο έννατος που κυκλοφέρνει χρόνος 295 ασάλεφτους εδώ. Για αφτό δεν είναι κατηγόρια που τα παιδιά ανυπομονούν να φύγουν. Μα και πάλι ντροπής καιρό να λείπουμε και να γυρίσουμε άδιοι.

Τους αλογάδες είχε ομπρός με τ' άλογα κι' αμάξα, και να φυλάν πισώστησε πολλή και διαλεγμένη πεζούρα, και τους αχαμνούς τους έρηξε στη μέση, που θεν δε θένε στανικώς να πολεμάν κι' εκείνοι. 300 Των αλογάδων στην αρχή τους ξήγαε να κρατάνε τ' άλογα, μες στην ταραχή μην τύχει και τους φύγουν. «Κι' ας μη ζητάει κανένας σας, απ' αξιοσύνη τάχα κι' αντριά, να πολεμάει μπροστά μονάχος απ' τους άλλους, μήτε ας κωλώνει· δύναμη θα χάνετε μονάχα. 305 Κι' όπιος μακριά απ' τ' αμάξι του κάνα άλλο αμάξι σμίξει, αφτός ας ρήχνει, τι πολύ καλύτερα συφέρνει.

Εσηκώθηκα, ωμιλούσα με μεγάλην φωνήν και με σχήματα βίαια, αλλ' ο θόρυβος δεν έπαυε ν' αυξάνεται. Πώς συνέβαινε να μη θέλουν να φύγουν! Διέτρεξα το παρκέ καθ' όλας τας διευθύνσεις, με βήματα αργά και πλατειά, προσποιούμενος ότι εταράχθην υπερβολικά από τας αντιλογίας αυτών των ανθρώπων. Αλλ' ο θόρυβος δεν έπαυεν από του ν' αυξάνεται.

Εκ τούτων πολλοί δεν υπέμειναν την επίθεσιν των Λακεδαιμονίων, αλλ' υπεχώρησαν αμέσως, καί τινες μάλιστα κατεπατήθησαν, μη δυνηθέντες να φύγουν εγκαίρως.

Σωκράτης. Το γνωρίζω αγαπητέ μου φίλε. Ένα πράγμα όμως συμβαίνει εις αυτούς, δηλαδή αν γίνη ανάγκη ατομικώς να δώσουν και να λάβουν τον λόγον δι' εκείνους τους οποίους κατακρίνουν και δεχθούν αξιοπρεπώς να υπομείνουν πολύν χρόνον και να μη φύγουν ανάνδρως, τότε παραδόξως, φίλε μου, εις το τέλος δεν αρέσουν οι ίδιοι τον εαυτόν των, δι' όσα λέγουν, και όλη των εκείνη η ρητορική μαραίνεται, ώστε να μην έχουν καμμίαν διαφοράν από μικρά παιδιά.

Ο Στάμος και ο Αργύρης αφήκαν πεπνιγμένην κραυγήν και ηθέλησαν να φύγουν, αλλ' ο Παλούκας εφήρμοσε την μέθοδόν του και τους ελήστευσεν. — Είνε άλλη ζυγιά; ηρώτησεν είτα. Τα παιδία τον εκύτταζαν με απλανή όμματα, απολιθωμένα από τον φόβον. Αλλ' ο Στάμος, όστις ήτο δωδεκαετής και ξυπνητός, ενόησεν εν τω μεταξύ ότι δεν ήτο φάντασμα. Ο φόβος του εμετριάσθη και μετέδωκε θάρρος εις τον Αργύρην.

Προικισμένος ων με όλα τα φυσικά και τυχηρά προτερήματα, όσους εγνώριζε φιλοτίμους και φιλοδόξους, ερέθιζε την φιλοτιμίαν τους τόσον με τους επαίνους και κατηγορίας, ώστε πολλοί ηναγκάζοντο ή να φανούν άξιοι των επαίνων του, ή να φύγουν απ' αυτόν, διά να μην ακούουν τας κατηγορίας του· διότι οι έπαινοί του ανέβαινον έως τρίτου ουρανού και αι κατηγορίαι του έως τα καταχθόνια, ή, τολμώ ειπείν, έξω του παντός.

Λέξη Της Ημέρας

σοβαρώτατος

Άλλοι Ψάχνουν