United States or Mexico ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτά 'πε, καιταις φούκταις του τα δέχθη και αυτού χάμουτα πόδια του, τ' απόθωσε 'ς τ' αχρείο του δισάκκι. κ' έτρωγεν όσον ο αοιδόςτο μέγαρο ετραγούδα• και ο θείος έπαυεν αοιδός κ' είχε αποφάγει εκείνος, τότε οι μνηστήρες σήκωσαν βοή, και του Οδυσσέα 360το πλάγι ευρέθ' η Αθηνά και τον παρακινούσε να συμμαζόνη ολόγυρα χαψιαίς απ' τους μνηστήραις, να μάθη τίνες δίκαιοι και τίνες άνομ' ήσαν• και ουδέ μ' αυτό δεν έμελλε καν έναν να λυτρώση. άρχισε αυτός να διακονά δεξιά καιτον καθέναν 365 το χέρι ετέντονε ως παληός να ήταν ψωμοζήτης. και απ' έλεος του έδιδαν, αλλ' είχαν απορία, και αντερωτιόνταν όλοι τους, ποιος είναι, πόθεν ήλθε.

Ενώ όμως ωμίλουν και αφού ακόμη ετελείωσα, δεν έπαυεν ο νεκροθάπτης να με παρατηρή από κορυφής μέχρι ποδών, μετ' επιμονής την οποίαν δεν ηδυνάμην να εννοήσω, αφού ουδέν βεβαίως έχει το εξαιρετικώς περίεργον ή αξιοθέατον το υποκείμενόν μου. Η απορία μου ηύξησεν έτι μάλλον, όταν αίφνης με ηρώτησε με πολλήν οικειότητα·Δε με θυμάσαι;

Εσηκώθηκα, ωμιλούσα με μεγάλην φωνήν και με σχήματα βίαια, αλλ' ο θόρυβος δεν έπαυε ν' αυξάνεται. Πώς συνέβαινε να μη θέλουν να φύγουν! Διέτρεξα το παρκέ καθ' όλας τας διευθύνσεις, με βήματα αργά και πλατειά, προσποιούμενος ότι εταράχθην υπερβολικά από τας αντιλογίας αυτών των ανθρώπων. Αλλ' ο θόρυβος δεν έπαυεν από του ν' αυξάνεται.

Ο σύντροφός της δεν έπαυεν ερωτών αυτήν τι έχει, αλλ' αύτη διά δακρύων μόνον και γογγυσμών απεκρίνετο, οσάκις δε επλησίαζε να την ασπασθή, αντί της παρειάς, έστρεφεν εις αυτόν την ράχιν, και οτέ μεν την αδελφήν Μάρθαν, οτέ δε την oσίαν Βαθίλδην η άλλην τινά παρθένον τον έστελλεν οργίλως να φιλήση.

Ο οποίος πηγαίνοντας ύστερον από μερικές ημέρες επέστρεψε χωρίς να κάμη τίποτε, λέγοντάς μου, πως ο Σουλτάνος της Καρίσμου την είχε τάξει του βασιλέως της Γάζνας, ο οποίος είχε σηκώσει τα άρματα εναντίον του και αν δεν του την έταζε δεν έπαυεν ο πόλεμος, και είχαν κατά νουν ότι μετά δύο ημέρες ύστερα από τον μισευμόν μου να του την στείλουν, και είδα τες ετοιμασίες που έκαναν διά να την συντροφεύσουν.

Από του Νοεμβρίου μηνός, χωρίς σχεδόν να πνεύση νότος και να πέση βροχή, ήρχιζε να χιονίζη. Μόλις έπαυεν είς νιφετός και ήρχετο άλλος. Ενίοτε έπνεε ξηρός βορράς, σφίγγων έτι μάλλον τα χιόνια, τα οποία δεν έλυωναν εις τα βουνά. «Επερίμεναν άλλα».

Πολλά δε δώρα και πολλά εκ των πολυτίμων λαφύρων, τα οποία εκυρίευεν εις τους κατά την Ασίαν αγώνας του, απέστελλε προς την μητέρα του, δεικνύων ούτως ότι ποτέ δεν έπαυεν ενθυμούμενος και αγαπών αυτήν.

Τούτο νομίζων δεν έπαυεν εκθειάζων τα θέλγητρα της γυναικός του εις ένα των υπασπιστών του, τον Γύγην, υιόν του Δασκύλου, τον οποίον υπερηγάπα και εις ον ενεπιστεύετο και τα σπουδαιότερα των πραγμάτων.

Ο Αχιλλεύς δε και μετά προς τον Ατρείδην είπε Λόγους πικρούς, κι' απ' τον θυμόν δεν έπαυεν ακόμα. Μεθύστακα, σκυλόμματε, και με καρδιάν ελάφου! Δεν τόλμησες ν' αρματωθής εις πόλεμον ποτέ σου Με τον λαόν, ή μ' Αχαιούς τους πρώτους εις καρτέρι· Αλλά σε φαίνεται αυτό, ότ' είν' η μαύρη μοίρα.

Είπε λοιπόν ότι ανετράφη υπό της γυναικός του βουκόλου, και δεν έπαυεν εις πάσαν λέξιν να την επαινή, και το όνομα Κυνώ επανήρχετο κατά πάσαν στιγμήν εις την ομιλίαν του. Οι γονείς του ήρπασαν το όνομά τούτο, και διά να φανή εις τους Πέρσας ότι ο υιός των εσώθη κατά θείαν πρόνοιαν, εκοινολόγησαν ότι μία κύων έθρεψε τον Κύρον εκτεθειμένον όντα. Και έκτοτε επικρατεί η παράδοσις αύτη.