United States or Qatar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η τράπεζα του παρετίθετο κατά τον περσικόν τρόπον, και δεν ηδύνατο να κρύπτη την σκέψιν του, αλλά δι' ασημάντων έργων προεφανέρωνεν όσα εμελέτα να πράξη κατόπιν μεγάλα. Δύσκολα ηδύνατο κανείς να τον ίδη και τοσούτον οργίλως και υπερηφάνως εφέρετο προς πάντας ομοίως, ώστε ουδείς ηδύνατο να τον πλησιάση· διά τούτο όχι ολίγον συνετέλεσεν εις το να μεταστώσιν οι σύμμαχοι προς τους Αθηναίους.

— 'Σου είπα δεν είν' εδώ· επέμεινεν ούτος οργίλως. Ο Δημήτρης έτρεμεν όλος. Πριν φθάση εις το κατάστημα είχεν ίδη τον κυρ Γιάννη εντός του γραφείου του. Φαίνεται ότι και ούτος τον είδε και, υποθέτων ότι επήγαινε να ζητήση το οφειλόμενον ημεροδούλι του, το έδωσεν εις τον υπηρέτην και αυτός εκρύβη.

Ατελείωτον γίνεται πάντοτε το χρέος. Πολλάκις δε μετά ταύτα ηπείλει και ανησύχει την τεθλιμμένην χήραν. — Να σ' πω. Έχουμε κάτι λογαριασμούς ανοικτούς με τον μακαρίτην τον Μπάρμπα-Δήμαν. — Κάμε καλά με τον Μπάρμπα Δήμα, απήντα οργίλως η θειά Ζωίτσα. — Να σ' πω. Το αμπέλι προικιό σ' είνε; — Δεν ξέρω, απήντα μετά σκαιάς περιφρονήσεως η χήρα, έχουσα πεποίθησιν εις το εκ του νόμου δίκαιον.

Την στιγμήν ταύτην ο Κατούνας, ιδών την φαιδρότητα του Σκούντα έλαβε θάρρος και επλησίασε δύο βήματα. Αλλ' ο Περίδρομος συνέστειλε τας οφρύς. — Τι θέλεις, Κατούνα; είπεν οργίλως. — Ενόμισα ότι είχετε σώσει το κρασί, εμορμύρισεν ο Κατούνας. — Φέρε μίαν φιάλην, ανόητε, διά να μην ευρίσκης πρόφασιν να έρχεσαι κάθε λίγο. Ο Κατούνας έσπευσε να υπακούση.

Η αποτυχία και η πτώσις του επροκάλεσαν τον γέλωτα όλων ημών, τον οποίον συνεμερίσθη και η αδελφή του. Αλλ' ο Παύλος, εντραπείς διά την αποτυχίαν του, και θυμώσας διά τον γέλωτα, πλησιάζει την Ευφροσύνην εισέτι γελώσαν, και οργίλως καταφέρει κατά του προσώπου της σφοδρόν γρόνθον, όστις και πόνον και αιμορραγίαν τη επροξένησεν.

Αυτός ο Ιησούς δεν υπήρξε συναυτουργός εις το πταίσμα. Αλλά το έγκλημα συνίστατο εις το ότι τούτο εγίνετο εν Σαββάτω! Πάραυτα οι Φαρισαίοι περικυκλούσι τον Κύριον, και δεικνύουσι τους μαθητάς ερωτώντες οργίλως, «Ίδε, τι ποιούσιν, ο ουκ έξεστι ποιείν εν Σαββάτω

Ο σύντροφός της δεν έπαυεν ερωτών αυτήν τι έχει, αλλ' αύτη διά δακρύων μόνον και γογγυσμών απεκρίνετο, οσάκις δε επλησίαζε να την ασπασθή, αντί της παρειάς, έστρεφεν εις αυτόν την ράχιν, και οτέ μεν την αδελφήν Μάρθαν, οτέ δε την oσίαν Βαθίλδην η άλλην τινά παρθένον τον έστελλεν οργίλως να φιλήση.

Να μαζώξης τα λόγια σου, είπεν οργίλως ο Θευδάς. — Ο διάβολε! και τι σου χρεωστούσα να με γελάσης μες τα μάτια; — Εγώ σε γέλασα; — Δεν μου υποσχέθηκες να πας; — Δεν σου το υπεσχέθην επισήμως, είπεν ο γεννάδας. — Και τι θα πη &επισήμως&; Δεν καταλαβαίνω εγώ απ' αυτά, να σε χαρώ. — Σαν δεν καταλαβαίνης, κατάλαβε, είπεν ο Θευδάς. — Μη χειρότερα. — Δεν θα τα πης του αφέντη μου αυτά που μου είπες;

Εκείνη η τολμηρά παρακοή εις τας διαταγάς των Φαρισαίων πρέπει να τους κατέστησε περιδεείς ως προς τας συνεπείας δι' εαυτούς, αλλ' η υπακοή θα απήτει θάρρος πολύ μεγαλείτερον, και αι τύψεις του συνειδότος θα έδακνον αυτούς εις αφόρητον βαθμόν. Οι Φαρισαίοι τους επετίμησαν οργίλως.

Ησθανόμην ότι ήμην εν τω οίκω μου, και η αόριστος παρουσία του φύλακος Αγγέλου μ' επροστάτευε. — Ποίος είσαι; είπον προς τον άγνωστον. — Ξένος, απήντησεν ούτος. — Τι θέλεις; — Θέλω να σ' ερωτήσω κάτι. — Και πώς ευρέθης εδώ; Ο άγνωστος δεν απήντησε. — Σ' ερωτώ πώς ευρέθης εδώ, επανέλαβον οργίλως. Και διά ποίας θύρας εισήλθες; — Μη με ερωτάς, απήντησε θρασύς ο άγνωστος.