United States or Austria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είχε κ’ η Βεργινία κοντά μια χιλιαδούλα και κάτι ρουχαλάκια απ’ τη μητέρα της, που την είχε αφήσει ολάρφανη σε μια δεύτερη της αξαδέρφη πούχε μια φορά κι αυτή τον τρόπο της, μα σαν απόμεινε χήρα έκανε τη σιδερώστρα. Ο πατέρας της, πούταν απόστρατος ανθυπομοίραρχος, είχε πεθάνει όταν ήτον πολύ μικρή.

Η φήμη όμως διέδωσε και η παράδοσις του μικρού χωρίου διέσωσεν ότι η χήρα η Αλτανού, εκεί οπού εμοιρολογούσεν από πάνω από το όρυγμα ανακαλούσα το τελευταίον ναυτόπουλό της, τον Μανώλην της, το ώμορφο θαλασσοπούλι της, ως τον ωνόμαζε τώρα με τους παθητικούς της θρήνους, η άπαις και έρημος μητέρα, εξαπατηθείσα από τον σχηματιζόμενον αντίλαλον οπού επανελάμβανε γοερώς το γλυκύ όνομά του, έκυψε τόσον πολύ η άμοιρος, ώστε, επάνω εις την έκστασίν της εκείνην, έπεσε μέσα εις αυτό να συναντήση θαρρούσα το τελευταίον παιδί της . . . .

Αφίνει ήσυχο το βοσκαρούδι, να κάνη τη δουλιά του· να στέλνη την καλημέρα της άμοιρης μάνας του... — Ντε! Ψαρή μ' ντεεεέ! πάρ τα ξερά σου!.. — Με καιρό ύστερα, οπού λες, θάταν φαίνεται Μεγάλη Σαρακοστή, που νηστέβουμε εμείς στα χωριά, γιατ' είχε καιρό πια να κυλήση αρνί της σπηλιάς το νερό για τη χήρα του Νάκο-Μήτρα, κ' είχε καιρό να κυλήση την καλημέρα στην καλή τη Ζαχαρούλα.

Ας γενή μια λογόστεσι κιας περάση ύστερα κένας χρόνος και δυο, ώστε να γενή ο γάμος. — Άφησε και κατέχω 'γώ πως θα διάξω, είπεν ο Σαϊτονικολής, ως να του ήλθεν αιφνιδία έμπνευσις. Εκινήθη δε να εξέλθη, αλλ' η Ρηγινιώ τον εσταμάτησε. — Αλήθεια, εξέχασα να σου πω ένα πράμμα. Διηγήθη δε ότι, προ δύο ημερών, ενώ έπλυνεν εις τον ποταμόν, η χήρα η Ζερβούδαινα της έρριξε παραπετρές για το Μανώλη.

Και καθ' εκάστην η χήρα υπέφερε το μαρτύριον να θέλη και να μη δύναται να εκστομίση το μυστικόν το οποίον κατέκαιε την καρδίαν της. Ενίοτε μόνον απετόλμα, ενώ του ωμίλει, να προστρίβεται, ως γαλή, εις τα ενδύματά του, αλλ' αμέσως απεσύρετο με ταραχήν, ως να ήγγιζε φλόγα.

Αίφνης ήκουσε γυναικείαν φωνήν γνωστήν, η οποία τον εχαιρέτα εξ αποστάσεως και στραφείς είδε την Ζερβούδαιναν πορευομένην προς την αυτήν διεύθυνσιν. Η χήρα είχε καλάθι περασμένον εις τον βραχίονα και εβάδιζε με το σύνηθες γοργόν της βήμα.

Τόσον εύκολον και ευπρόσιτον παρέχει την πρόφασιν εις τον αδιαφορούντα, αν η χήρα του Οδυσσέως Ανδρούτσου κατεκλίνετο πολλάκις εν σκότει και εκοιμάτο νήστις!

Και πλήρεις θυμού, τρέμοντες εξ αγανακτήσεως, ώρμησαν εκ συμφώνου και κατέφερον φοβερά γρονθοκοπήματα επί του πτωχού Μάρτη, όστις ηρκείτο να φωνάζη, να διαμαρτύρεται και να κλαίη απαρηγόρητα, ως την χήρα γυναίκα. Όταν ο Μάρτης κλαίη, αλλοίμονον εις τον κόσμον!

Εσύ που συντροφεύεις τον καλό μου και νανουρίζεις τον ύπνο του, για πες μου πού βρίσκεται, για να πάω να τονέ βρώ. Το αηδόνι ξαναλάλησε με καλοσύνη: — Κάθε νύχτα ο καλός σου σηκώνεται απ' το χώμα, φεύγει μακρυά και με την αυγή ξαναγυρίζει. Η όμορφη χήρα λαχτάρησε από αγάπη. — Για πες μου, καλό πουλί, του ξαναείπε. Εσύ που βλέπεις μακρυά, απ' το ψηλό κλαδί σου, για πες μου, πού πάει ο καλός μου;

Οι γονείς του τον επήκουσαν, και παίρνοντάς την ευχήν τους εμείσευσε διά την Κίναν. Φθάνοντας δε εις το Πεκίνον καθέδραν του βασιλείου της Κίνας, επήγε και κατέβηκε εις ένα σπήτι μιας γηραλέας χήρας· και ευθύς που εξεπέζευσεν έδωσε θέλημα της χήρας να στείλη κανένα να πάρη τίποτε διά να φάγη. Η χήρα εν τω άμα έστειλεν ένα παιδίον διά να ψωνίση τα αναγκαία.