United States or Tonga ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα προικιά της, οι τρόποι της, οι στολισμοί της, το περπάτημά της, τανάβλεμμά της, όλα της ήσαν μοναδικά και αφορμαί υπερηφανείας και φλυαρίας ανεξαντλήτου διά την Ζερβούδαιναν. Η Ζερβούδαινα την ηγάπα με την ελαφρότητα και την υπερβολήν που είχεν εις όλα, οι δε υπερβολικοί έπαινοι και αι θωπείαι τας οποίας επεδαψίλευεν εις την «κολώνα» της συνετέλεσαν μεγάλως εις το να ψηλώση τόσον η μύτη της.

Η Ζερβούδαινα δεν αντέλεξε πλέον, μολονότι ενδομύχως επέμενεν εις την ιδέαν της. Και ενώ η Μαργή επανελάμβανε την απειλήν της ότι θα συνέτριβε την κεφαλήν του Μανώλη, αν εξηκολούθει να την ενοχλή, η χήρα έλεγε κεπανέλεγε καθ' εαυτήν: — Μα πώς πάει αυτό το πράμμα; Εχαλάσαν τα με τσοι Θωμαδιανούς; Τωόντι ο Μανώλης δεν ήτο ευχαριστημένος με τα πράγματα όπως τα είχε κανονίση ο πατέρας του.

Ενώ δε απεμακρύνοντο, επληροφόρει τον υιόν του ότι ήτο η χήρα η Ζερβούδαινα, μια ολίγον ελαφρόμυαλη, «παρακούζουλη», όπως την έλεγε, της οποίας η κόρη ευρίσκετο από τίνος καιρού εις το Κάστρο, πλησίον μιας θείας της.

Ας γενή μια λογόστεσι κιας περάση ύστερα κένας χρόνος και δυο, ώστε να γενή ο γάμος. — Άφησε και κατέχω 'γώ πως θα διάξω, είπεν ο Σαϊτονικολής, ως να του ήλθεν αιφνιδία έμπνευσις. Εκινήθη δε να εξέλθη, αλλ' η Ρηγινιώ τον εσταμάτησε. — Αλήθεια, εξέχασα να σου πω ένα πράμμα. Διηγήθη δε ότι, προ δύο ημερών, ενώ έπλυνεν εις τον ποταμόν, η χήρα η Ζερβούδαινα της έρριξε παραπετρές για το Μανώλη.

Εις την προσπάθειάν της να συντρίψη την αγάπην του, συνέθλιβε και επλήγωνε την καρδίαν εις την οποίαν η αγάπη εκείνη είχεν ήδη ρίψη ρίζας. Αλλ' όσον και αν επροσπάθει η Ζερβούδαινα ν' αμαυρώση την εικόνα της Πηγής, ο Μανώλης δεν έπαυε να διακρίνη, υπό τον βόρβορον τον οποίον έρριπτον οι λόγοι της χήρας, το κάλλος και την ευγένειαν της εικόνος.

Και αυτός, όστις προ ολίγων στιγμών μόλις είχε την δύναμιν να βαδίζη, τώρα εξηγριώθη και έτριζε τα δόντια και έσφιγγε τους γρόνθους του εναντίον του Στρατή και της αδελφής του. Καλά το έλεγεν η Ζερβούδαινα ότι δεν ήτο δυνατόν παρά να μοιάζουν. Α τη μουστακάτη!

Το κακόν μόνον ήτο ότι ο Μανώλης με την απειρίαν και την υπερβολικήν του ζέσιν εφαίνετο ότι θα παρεσύρετο πέραν του δέοντος εις της νεότητος την τρέλλαν. Εις αυτήν την αμηχανίαν ευρίσκετο ο Σαϊτονικολής, ότε η Ζερβούδαινα του ανήγγειλε με όλα της γλώσσης τα τραγικά επιφωνήματα το επεισόδιον της στάμνας.

Αι συγγενείς του γυναίκες ήρχιζαν να υποπτεύουν ότι η Ζερβούδαινα του είχε κάμη μάγια, ότι κάτι τον είχε ποτίση και τον ετρέλλανεν. Αλλά και τι να της ειπούν; Η χήρα ηδύνατο να στρέψη εναντίον των τας αιτιάσεις των, αφού η κόρη της δεν τον ήθελε και αυτός επέμενε να την παρενοχλή και να την καταδιώκη.