United States or Saint Helena, Ascension, and Tristan da Cunha ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτός αφού εφάγαμεν, έπιε τόσον κρασί, που τον έκαμε να χάση κάθε λογής εντροπήν και δεν του έφθασε που ωμιλούσε με μεγάλην ελευθερίαν και θάρρος, αλλά απετόλμησε και έρριξε τας χείρας του επάνω εις τον λαιμόν της Τζελίκας, και με αναισχυντίαν της έδωσεν ένα φίλημα.

Ο πάτερ-Γαλακτίων προβλέπων εμπόδια και ακούων τα συνεχή του Μανώλη χασμήματα, εξηκολούθει να δικαιολογήται διά την βραδύτητά του, χασμώμενος όμως και αυτός. — Του οποίου, τσινάει ο κυρ-Μέντιος. Πρώτη φορά, του οποίου, τον σαμαρώσαμε και τσινάει. Του οποίου, μ' έφυγε και πήγε μέσα εις τα χιόνια και μ' έρριξε κάτου, του οποίου, και μ' έκαμε τα μούτρα σαν δυο ώραις νύχτα . . . του οποίου . . .

Ετούτη η κατηραμένη εικόνα είνε η αιτία της θυσίας του· και ούτω λέγοντας έβγαλε την εικόνα της που την είχεν αυτός, και την έρριξε κατά γης με θυμόν, έπειτα εμίσευσεν· Ο Καλάφ επήρε την εικόνα της βασιλοπούλας που ήτον κατά γης, διά να την θεωρήση την ερχομένην ημέραν, επειδή τότε ήτον νύκτα.

Πέντε νύχτες και πέντε μέρες αρμένισε κατ' ευθείαν στην Κουρνουάλλη, και την έκτη έρριξε την άγκυρα στο λιμάνι του Τινταγκέλ. Πέρα από το λιμάνι, υψώνεται προς τη θάλασσα το παλάτι, φραγμένο απ' όλες της μεριές. Δεν μπορούσε να μπη κανείς παρά μόνον από μια σιδερένια πόρτα που μέρα και νύχτα δυο άγρυπνοι φρουροί την εφύλαγαν. Πώς να μπη; Ο Τριστάνος κατέβη από το καράβι και κάθησε στην παραλία.

Είχε το λοιπόν αυτός εις ένα δάκτυλον πολλά δακτυλίδια· και ανάμεσα εις τα άλλα ένα πολλά μεγάλον, επάνω εις το οποίον έστεκε γραμμένον το Μέγα Όνομα του Θεού. Ο Αφρικός άπλωσε το χέρι του επάνω εις εκείνο το δακτυλίδι, διά να το βγάλη, και εν τω άμα εκατέβη από το ύψος του πύργου ένας μεγάλος όφις και φυσώντας του εις το πρόσωπον, τον έρριξε κατά γης αναίσθητον.

Για να σκιάξη, μαθές, τους πεθαμμένους; . . . Για να την αφήση ο χάρος, γρηά, κακόγρηα, κακομαγειρεμμένη, να μην την πάρη, και σωθούν η αμαρτίες της! . . . Και την έσπρωξε μέσα στο λάκκο, τ' ακούς!. . . . Κ' έκανε την πεθαμμένη, τ' ακούς! . . . Ποιος ξέρει αν δεν της έρριξε και χώματα απάνω της; . . . κι' αν δεν την εκακομελέτησε, τάχα; Και τώρα που ήλθε, άτυχα, του κοριτσιού μου . . . Και πώς να τώχω, ένα παλαβό, ένα σκιασμένο, ένα φριμμένο, Θε μου! . . . Κορίτσι μυριάκριβο, που ήταν σαν το κρύο νερό . . . Που μου το γύρευαν οι γαμβροί από τώρα . . . Κ' εγώ έλεγα, η καϋμένη, νάρθη ο Θανάσης απ' την Αμέρικα, να μου φέρη πολλές-πολλές λίρες, να το παντρέψω, να το νοικοκυρέψω, να ευφρανθώ, να χαρώ! . . . Και τώρα η Επαρχίνα μου το βόλεψε καλά! . . . Απ' το Θεό ας τωύρη!

Ξύπνησε, μικρομάννα, το παιδί σου και κλαίει· ξύπνησε! Γύρισε στο δωμάτιο μ' αποστροφή. Η μοναξιά του φαίνονταν μεγαλείτερη και πιο αβάσταγη τώρα. Έρριξε τα μάτια στο μετόχι του κι ανατρίχιασε. Το σκαμμένο χώμα ασπρολόγαε. Ανάμεσα στους σωρούς, τα χαντάκια έχασκαν σαν τάφοι ορθάνοιχτοι. Από πάνω τους ανάδευαν τα σκοτάδια με σιγαλό και κρύο ανάδεμα.

Και τι μαντάτα έχει απ' τον Δράκον, που τον απαντέχει χρόνους και καιρούς. — Τι μαντάτα; ηρώτησεν ο Αγάλλος, παρανοήσας την φράσιν της γραίας. — Τι διάφορο έχει, μαθές. Φωτιά π' τον ε!.. Πέτρα έρριξε πίσω, αγυρισιά του γείνηκε, τόσα χρόνια, μήτε γράμμα, μήτ' απηλογιά. Την νύκτα, όταν επέστρεψαν εις το Κάστρο οι ευφημούντες φίλοι, πατινάδα ηκούσθη πάλιν περί την συνοικίαν της Αναγκιάς.

ΜΑΚΔΩΦ Τον κόπον μ' ευχαρίστησιν θα λάβης, το γνωρίζω, αλλ' όμως κόπος πάντοτε θα ήναι. ΜΑΚΒΕΘ Όχι, όχι! Οπόταν είν' ευχάριστος ο κόπος ξεκουράζει. Ιδού, η θύρα είν' αυτή. ΜΑΚΔΩΦ Θα έμβω μ' άδειάν σου. Μου το διέταξε. ΛΕΝΩΞ Λοιπόν ο βασιλεύς σκοπεύει ν' αναχωρήση σήμερον; ΜΑΚΒΕΘ Αυτός είν' ο σκοπός του. ΛΕΝΩΞ Τι νύκτ' απόψε τρομερά! Εις το κατάλυμά μας έρριξε κάτω ταις γωνίαις η βία του ανέμου!

Έρριξε λοιπόν κι αυτή ένα μαυρόρουχο από πάνω της, τυλίχτηκε μαυρομάντιλο, έγινε πεντάμορφη χωρίς να το ξέρη, και ξεκίνησε με τη θεια της, συνεφερμένη τώρ' από την τρομάρα. Ώσπου να κατασταλάξη στην εκκλησιά, τάμαθε όλα η Ασήμω. Τόξεραν όλοι οι χριστιανοί του Δημήτρη το κάμωμα. Και τι πείραζε και να τόξεραν. Όλοι τους ένα είτανε στην τουρκομάχητ' απάνω, γυναίκες κι άντρες.