Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 9 Μαΐου 2025
ΣΕΒΑΣΤ. Γιατί λοιπόν δεν βαραίνει ως και τα βλέφαρά μας; Εγώ δεν νυστάζω. ΑΝΤΩΝ. Ούτ' εγώ· τα λογικά μου είν' ελαφρά. Έπεσαν όλοι μαζή σαν ματιαγμένοι· τους έρριξε χάμου σαν αστροπελέκι.
Μόνον ένας γείτονας, ο κυρ Μικέλης ο Φλουδάκης, πέρασε το χέρι του απ' το παραθυράκι και μου έρριξε δέκα σβάντζικα. Εγώ του φώναζα να μου φέρη νερό. Αλλά μου είπε, δεν είχε, κ' έφυγε. Ή δεν είχε αληθινά, ή φόβος τον έπιασε και δεν ήθελε ν' αργοπορήση σιμά μου, μην κολλήση. Καλά και τα δέκα σβάντζικα. Λεφτό δεν είχα.
Παραμέρισε όμως ο Τριστάνος, ξεφεύγοντας την επίθεσι, και σηκώνοντας το χέρι, χτύπησε βαρειά τη λάμα του στην περικεφαλαία του Ριόλ: την εβούλιαξε από πάνω και της έρριξε κάτω την προσωπίδα. Το κοντάρι γλύστρησε από τον ώμο του ιππότη στα πλευρά του αλόγου, το οποίο κλονίστηκε κ' έπεσε χάμω. Ο Ριόλ κατώρθωσε να ξεγλυστρήση και σηκώθηκε πάλι όρθιος.
Μ' οργήν αυτά 'πε και έρριξε κατά την γη το σκήπτρο, 80 κ' έβγαλε δάκρυα• και ο λαός όλος αισθάνθη λύπη. και όλοι οι άλλοι εσίγησαν ουδέ κανείς ετόλμα σκληρή προς τον Τηλέμαχον απάντησι να δώση. και μόνος ο Αντίνοος απάντησέ του κ' είπε•
Ένας σπαθάτος λυγιστός με νικηφόρον ξίφος, 'ψηλός ως στρουθοκάμηλος και με θαμβόνον ύφος, δεν ξέρω πώς εκτύπησε ταδύνατά μου σκέλη και μ' έρριξε φαρδύ πλατύ χωρίς κι' αυτός να θέλη. Κι' εν τούτοις δεν εζήτησε παραμικράν συγγνώμην, αλλ' έφυγε καυχώμενος εις την πολλήν του ρώμην.
Δεν είναι μήτε της δουλειάς μας, μήτε πολύ γνωστικό μας φαίνεται να ξετάζουμε τι θα γινότανε αν τύχαινε και βασίλευε στην Κωσταντινούπολη διαφορετικός άνθρωπος από τον Ιουστινιανό. Πρέπει να τον κοιτάζουμε καταπώς είτανε. Μας έκαμε μεγάλα κακά, και το μεγαλήτερο, που έβαλε μπόδια τεχνητά σε ίσιο και σε φυσικό δρόμο. Έρριξε βράχους και χώματα να γυρίση τον ποταμό.
Έπειτα από αυτά τα λόγια, εδοκίμασε και τρίτην φοράν και ετράβηξε το δακτυλίδι έως εις την μέσην του δακτύλου του προφήτου· μα ο ίδιος όφις εξαναγύρισε και έρριξε τον Αφρικόν με το ίδιον σύστημα και την τρίτην φοράν.
Άφησε τα πέλαγα, τις δροσιές, το καθαρό αέρι, απαρνήθηκε τον κόσμο, τις μεγάλες πολιτείες, τη ζωή και τα καλά της και κλείσθηκε στη φυλακή, μέσα στα λιβάνια, στις κακομοιριές του κόσμου, στα βάσανα. Ένα μολύβι του πλάκωσε την καρδιά. Ανάθεμα την αρρώστεια, που τον έρριξε στη στερηά, και τους γιατρούς που τον πήραν στο λαιμό τους.
Κοντοστάθηκε, έρριξε μια ματιά ολόγυρα και τράβηξε ολόισα κατά το τεζάχι και κάθησε αντίκρυ στον φίλο του. Ούτε «καλησπέρα» ούτε «καλή σου σπέρα».. Αγροικηθήκανε με τα μάτια. — Μονομπράτσο το πήρε! είπε κάποιος από τη γειτονική παρέα. Ύστερα θα πάρη τις βόλτες. — Ας τους να λένε! είπε ο Μπαρμπα-Δημητρός. Ο Σπανός ξαναγέμισε το εκατοστάρι. Οι γέροι κουτσόπιναν. Ούτε μιλιά, ούτε λαλιά.
Τον Κατσαντώνη μη ξεχνάς. Κ' όλους να τους θυμάσαι, Κι' όσαις φοραίς 'ς το στρώμα σου θα πέφτης να κοιμάσαι, 'Σ την προσευχή σου που θα λες, παιδί μου, 'ς το Θεό μας Λέγε δυο λόγια και γι' αυτούς, να ζήσουν παρακάλα Εκείνον που τους έρριξε 'ς τον κόσμο για καλό μας. Έχουν να κάνουν θαύματα για μας αυτοί μεγάλα!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν