Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 9 Μαΐου 2025
Το παζάρι είνε γιομάτο από σκλάβους του Μεσολογγιού που τους έφεραν τ' ασκέρια του Βαλή και τους πωλούν σα πρόβατα στο ικάντο στους αρχόντους και μπέηδες Τούρκους Γιαννιώτες. 1830, Απριλίου 21 . Χαλασμός κόσμου σήμερ' από βροχή. Ύστερ' απ' αυτήν έρριξε χαλάζι δυνατό που κάθε σπιρί του ζύγιαζε δέκα δράμια κ΄ έκαμε μεγάλες καταστροφές.
Δυο λιοντάρια πέφτανε απάνω της και πολεμούσαν ποιο θα την πάρη. Έρριξε μια κραυγή και ξύπνησε: τα με γουναρικό στολισμένα γάντια έπεσαν ξαφνικά στο στήθος της. Με τη φωνή, σηκώνεται όρθιος ο Τριστάνος, θέλει να πάρη από χάμω το σπαθί του και στη θέσι του βλέπει το Βασιλικό σπαθί με τη χρυσή λαβή. Και η Βασίλισσα βλέπει στο δάχτυλό της το δαχτυλίδι του Μάρκου: «Άρχοντα, φωνάζει, δυστυχία μας!
Αυτός λοιπόν δεν είπε τίποτε, παρά αφού κατακοκκίνησε, έρριξε τα μάτια του χάμω, δίνοντας τα χαρίσματα. Μα ο Δάμωνας είπε: — Αυτός, αφέντη, είναι των γιδιώνε σου ο βοσκός.
Τυχαίνει μίαν ημέραν ένας πραγματευτής ονομαζόμενος Μουζαφέρ, πηγαινάμενος εις το Μετζίτι, έρριξε τα μάτια του επάνω εις τον Κουλούφ, και τον έκραξε και τον ερώτησε λέγοντάς του· νέε, πες μου, από τι τόπον είσαι και διατί τέλος ήλθες εις ετούτην την χώραν; Αυθέντη, του απεκρίθη ο Κουλούφ, εγώ είμαι από την Δαμασκόν, και ταξειδεύοντάς με διάφορες πραγματείες διά την Ταρταρίαν, ολίγον ξέμακρα από την Σαμαρκάντα, με απήντησαν κλέπται, οι οποίοι μου εσκότωσαν τους ανθρώπους και μου επήραν το ό,τι είχα, και έμεινα καθώς με βλέπεις.
Βλητρούδης ο αγέλαστος σ' ένα άλλο μέρος πάλι Στο Λυχνοπήδαν ήφερε φριχτού θανάτου ζάλη· Στο ψυχικό η κονταριά ορμητικά τον παίρει, 435 Κι' ως αστραπή τον έρριξε το φονικό του χέρι· Ο Κοροφάγος τρομερός με πείσμα του κινάει, Στο Φωναράν εχύμησε στη μέση τον χτυπάει.
Η μούλα του δε μπόρεσε να βαστάξη 'ςτο συρμητό. Κόλωσε με μιας πίσω. Θέλησε τούτος με τα χτυπήματα να τη βάλη μπροστά. Κι αυτή, μέσ' το πείσμα της, πέταξε δυο τρεις κλοτσιές με τα δυο τα πισινά της, τον έρριξε τ' απίστομα 'ςτο σιάδι, κ' έφυγε μοναχή της τον κατήφορο κ' εχώθηκε 'ςτα κλαριά του λόγγου μέσα.
Εμπήκε σ' ένα καφενεδάκι απόκεντρο, που το κρατούσ' ένας γέρος, παλαιός γνώριμος, ναύτης κι' αυτός, απόμαχος, κυρτωμένος πλιο από του χρόνου το βαρύ, το πιεστικό χέρι και από την κακομοιριά μιας άχαρης ζωής. Εκάπνιζε ο γέρος άφωνος ένα κοντό τσιμπούκι, ζαρωμένος σε μια γωνιά. Ο ναύτης εκάθησε κοντά στο παράθυρο του δρόμου κ' έρριξε το κεφάλι κάτω.
Αυτή παίρνοντάς το εις τα χέρια της ευθύς το έρριξε μέσα εις εκείνην την φλόγα που η φωτιά έκανεν, και εν τω άμα, ω θέαμα παράδοξον, η φωτιά και το βρέφος έγιναν άφαντα.
— Φεύγα, σκύλλε του Σατανά! απάντησε ο Βασιληάς. Ο νάνος επήρε το άλογο κ' έφυγε. Είχε πη αλήθεια: ο Βασιληάς δεν περίμενε πολύ. Εκείνη τη νύχτα, καθαρό και ωραίο, έλαμπε το φεγγάρι. Κρυμμένος στα κλαδιά, ο Βασιληάς είδε τον ανηψιό του να πηδάη τους αιχμηρούς στύλους. Ο Τριστάνος ήλθε κάτω από το πεύκο και έρριξε στο νερό τα ξύλινα κομματάκια και τα κλαράκια.
Αυτού θαλασσοδέρνονταν δυό 'μέραις και δυο νύκταις, κ' η καρδιά του τον όλεθρο συχνόβλεπεν εμπρός του. αλλ' ότε η καλοπλέξουδη Ηώ την τρίτα ημέρα 390 έφερ', έπαυσ' ο άνεμος, και ανάνεμη γαλήνη έγεινε, και αυτός σπρώχνοντας το βλέμμ' είδε πλησίον την γην, ως τον εσήκωσεν επάνω μέγα κύμα. και ως δείχνεται ποθούμενη για τα παιδιά του η ζήσι πατρός, 'π' αρρώστια μακρινή σκληρή 'ς την κλίνη φθείρει, 395 όπου έρριξέ τον δαίμονας κακός, και τον εσώσαν ποθούμενον οι αθάνατοι, παρόμοια του Οδυσσέα εφανερώθη ποθητή η γη και η πρασινάδα. κ' εκολυμπούσε πρόθυμος 'ς την γη πόδι να στήση. και ως ήταν εις το διάστημα, 'π' ανθρώπου βοή φθάνει, 400 τότ' άκουσε της θάλασσας τον κτύπον εις τους βράχους• ότι προς την ξερή στερηά το μέγα κύμα εμούγκρα φρικτά ως το ξέρνα η θάλασσα, και αφρούς εσκέπαζ' όλα• γιατί λιμάνια δεν ήσαν, αράσματα δεν ήσαν, αλλ' άκραις ήσαν πετακταίς, πέτραις σχισταίς και βράχοι. 405 και τ' Οδυσσηά τα γόνατα κοπήκαν και η καρδία, κ' έλεγε με παράπονο 'ς την ανδρική ψυχή του•
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν