United States or El Salvador ? Vote for the TOP Country of the Week !


Φεύγα, σκύλλε του Σατανά! απάντησε ο Βασιληάς. Ο νάνος επήρε το άλογο κ' έφυγε. Είχε πη αλήθεια: ο Βασιληάς δεν περίμενε πολύ. Εκείνη τη νύχτα, καθαρό και ωραίο, έλαμπε το φεγγάρι. Κρυμμένος στα κλαδιά, ο Βασιληάς είδε τον ανηψιό του να πηδάη τους αιχμηρούς στύλους. Ο Τριστάνος ήλθε κάτω από το πεύκο και έρριξε στο νερό τα ξύλινα κομματάκια και τα κλαράκια.

Τι εννοείς με αυτό; Α, εννοώ! μελαγχολείς και σου χρειάζεται ακόμη κρασί. Εμπρός. Πιέ προς χάριν μου και αυτό. Και αφού εγέμισεν ένα άλλο ποτήρι κρασί το έτεινε προς τον καμπούρην, ο οποίος ηρκέσθη να το παρατηρήση, σαν να μη το ήθελε. — Πιέ, σου λέγω, εφώναξε το θηρίον, ή θα σε πάρουν όλοι οι διάβολοι . . . Ο νάνος εδίσταζεν· ο βασιληάς έγεινε κατακόκκινος από λύσσαν.

Θα σας μεταμφιέσω εγώ ο ίδιος ως ουρακουτάγκους, εξηκολούθησεν ο νάνος, μπορεί να βασισθήτε εις εμέ. Η ομοιότης θα είναι τόσον καταπληκτική, ώστε οι μασκαρεμένοι θα σας εκλάβουν ως πραγματικά ζώα και, φυσικά, θα τρομάξουν τόσον, όσον και θα εκπλαγούν. — Να ένα θαυμάσιον πράγμα, εφώναξεν ο βασιληάς, είμαι ικανός να σε κάμω ένα άνθρωπον.

Σηκώνεται, πηδάει, φτάνει στο κρεββάτι του. Αλλοίμονο, κατά το πέρασμα, το αίμα χύθηκε άφθονο από την πληγή, στη φαρίνα. Να, ο Βασιληάς, οι βαρώνοι, και ο νάνος που κρατεί ένα φως. Ο Τριστάνος και η Ιζόλδη έκαμαν πώς κοιμούνται. Είχαν μείνει μόνοι στο δωμάτιο με τον Περινίς που κοιμώτανε στα πόδια του Τριστάνου και έμενεν ακίνητος.

Ο Χοπ-Φρωγκ εγέλασεν επίσης, αν και σιγαλά, και με ένα ύφος όλίγον αφηρημένον. — Εμπρός, εμπρός, είπεν ο βασιληάς με ανυπομονησία, δεν ευρίσκεις τίποτα να επινοήσης; — Προσπαθώ να εύρω κάτι το ανέκδοτον, απήντησεν ο νάνος με αφηρημένον ύφος, διότι ήτο τελείως ζαλισμένος από το κρασί. — Προσπαθείς, απήντησεν ο τύραννος με αγριότητα.

Η σιωπή αυτή διεκόπη από ένα υπόκωφον τριγμόν, αλλά τραχύν και παρατεταμένον, ο οποίος εφαίνετο ότι έβγαινεν από τας τέσσαρας γωνίας της αιθούσης. — Τι; τι; γιατί κάμνεις αυτόν τον θόρυβον; ηρώτησεν ο βασιληάς στρεφόμενος με οργήν προς τον νάνον. Ο νάνος εφαίνετο ότι συνήλθεν από την μεγάλην του μέθην, και παρετήρει τον τύραννον κατάμουτρα, ατενώς και ασφαλώς.

Αλλά ο Τριστάνος δε βλέπει το αίμα που ξεβρυσάει και κοκκινίζει, τα σεντόνια. Έξω στο φως του φεγγαριού, ο νάνος είδε με τα μάγια του ότι είχαν σμίξει οι αγαπητικοί. Τρεμούλιασε από τη χαρά του, και είπε στο Βασιληά: «Πήγαινε, κι' αν αυτή τη φορά δεν τους πιάσης στα φόρα, κρέμασέ μεΠηγαίνουν λοιπόν στο δωμάτιο, ο Βασιλιάς, ο νάνος, και οι τέσσερες προδότες. Ο Τριστάνος τους ακούει.

Κει κάτω, σ' ένα πλάτωμα του δάσους, ο νάνος Φροσίνος εξέταζε την τροχιά των άστρων: Εδιάβασε κει, ότι ο Βασιληάς τον απειλούσε με θάνατο. Μαύρισε από το φόβο και τη ντροπή, φούσκωσε από θυμό, και γρήγορα-γρήγορα τούδωσε για τη γη της Ουαλλίας. Ο Βασιληάς Μάρκος έκαμε ειρήνη με τον Τριστάνο.

Εις το τέλος, επειδή αι φλόγες ηύξησαν αιφνιδίως πάρα πολύ, ηνάγκασαν τον γελωτοποιόν να σκαρφαλώση ολίγον υψηλότερα εις την άλυσον διά ν' αποφύγη τον κίνδυνον. Όταν προέβαινεν εις το έργον, αποκατεστάθη και πάλιν νεκρική σιγή. Ο νάνος επωφελήθη την περίστασιν διά να επαναλάβη τον λόγον. — Τώρα, είπε, βλέπω ακριβώς ποίον είδος ανθρώπων είναι αυταί αι μάσκαι.

Ενώ ήσαν έτσι τοποθετημένοι, ο νάνος, ο οποίος δεν απεμακρύνθη ούτε σπιθαμήν απ' αυτούς, τους υπέμνησε να προφυλαχθούν από την απειλουμένην σύγχυσιν, έπειτα έλαβε την αλυσίδα των εις το σημείον όπου τα δύο μέρη, τα οποία διέσχιζον τον κύκλον, ετέμνοντο εις ορθήν γωνίαν.