Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 5 Ιουνίου 2025


Τότε ήτο η επέτειος των γενεθλίων του πτωχού νάνου, και η διαταγή να πιή «στην υγεία των απόντων φίλων» έφερε τα δάκρυα εις τα μάτια του. Έπεσαν βαρειά και πικρά, αυτά τα δάκρυα, εις την κούπα που την έπαιρνε ταπεινά από το χέρι του τυράννου. — Χα! χα! χα! είπεν ο τελευταίος χάσκοντας από τα γέλοια, ενώ ο νάνος άδειαζε την κούπα με δυστροπίαν. — Να και το αποτέλεσμα ενός ποτηριού από κρασί!

Το έγκλημα με μάλαμμα απ' έξω σκέπασέ το, κ' επάνω του συντρίβεται του Νόμου το κοντάρι χωρίς αυτό να εγγιχθή. Κουρέλια φόρεσέ το, και μ' ένα τσάκνο το τρυπά κι' ο νάνος πέρα πέρα! Κανείς δεν είναι ένοχος! Κανείς, κανείς σου λέγω. Κανείς δεν πταίει! Όλους των εγώ τους δικαιώνω. Άκουσ' εμένα· επειδή την δύναμιν την έχω, εάν κανείς κατηγορή, το στόμα να του κλείσω.

Κι' αν έλθη χωρίς να το πάρω κάβο και χωρίς να τον δης και συ, τότε σκότωσέ με. Για τ' άλλα, άφησέ με να κάνω εγώ όπως ξέρω και φυλάξου μοναχά μην πης τίποτε στον Τριστάνο γι' αυτήν την επιστολή προ της ώρας του ύπνου. — Ναι, απήντησε ο Μάρκος, έτσι ας γίνη». Τότε ο νάνος σοφίστηκε μια βρωμερή ατιμία. Πήγε σ' ένα φούρνο, αγόρασε ψιλή φαρίνα αλεύρι και τώκρυψε στην τσέπη της ρόμπας του.

Ο Έφις τον κοίταζε χωρίς να απαντά και τον άφησε να τον σύρει μες στο σοκάκι μέχρι επάνω, μέχρι μια μικρή αυλή κλεισμένη ανάμεσα σε δυο σπίτια πάνω από την κοιλάδα. Ένας άντρας, ένας αστός κοντός, σχεδόν νάνος, με μεγάλα μελαγχολικά μάτια και χλωμό πρόσωπο, έβγαζε νερό από το πηγάδι και ο Τζατσίντο τον σύστησε σαν τον σπιτονοικοκύρη του. «Πρέπει να σου μιλήσω», είπε ο Έφις. «Σ’ ακούω, μίλησε

Την εποχήν αυτήν τα περί ου ο λόγος ζώα ήσαν ολίγον γνωστά εις τα διάφορα μέρη του πεπολιτισμένου κόσμου και φυσικά, αφού ο νάνος θα τους έδινε μίαν όψιν αρκετά κτηνώδη και πολύ δυσειδή, ο νάνος εθεωρείτο απηλλαγμένος από τα καθήκοντα της πιστής απεικονίσεως εκ του φυσικού. Ο βασιλεύς και οι υπουργοί εκλείσθησαν κατά πρώτον εις υποκάμισα και πανταλόνια πολύ στενά. Έπειτα επασαλείφθησαν με κατράμι.

Πώς να μην κλαίμε; Τριστάνε, αντρειωμένε βαρώνε, θα πεθάνης λοιπόν με τόσο άτιμη προδοσία; Και συ, Βασίλισσα αγνή, Βασίλισσα τιμημένη, σε ποιον τόπο θα γεννηθή ποτέ βασιλοπούλα τόσο ώμορφη και τόσο αξιολάτρευτη; Αυτά λοιπόν κατώρθωσε με τα μάγια του ο νάνος καμπούρης; Ω! που να μη δη ποτέ Θεού πρόσωπο όποιος τον απαντήση στο δρόμο του και δεν του χώση το σπαθί στην κοιλιά του!

Σαν έπεσε η νύχτα, άφησε τους κυνηγούς του στο δάσος, πήρε το νάνο πισοκάπουλα, και γύρισε στο Τινταγκέλ. Από μια είσοδο που ήξερε, μπήκε στον κήπο κι' ο νάνος τον ωδήγησε κάτω από το μεγάλο πεύκο. «Ωραίε Βασιληά, πρέπει ν' ανεβήτε στα κλαδιά αυτού του δένδρου. Πάρ'τε κει πάνω το τόξο και τα βέλη σας: ίσως σας χρειασθούν. Και ησυχάστε, δε θα περιμένετε πολύ.

Μικρόσωμος, σχεδόν νάνος, με κοίλους οφθαλμούς, αλλά βλέμμα ζωηρόν, τσοπάνικο, ξάστερο, με κόμην δασείαν, ως πρίνος παχύσκιος και πολύκλωνος, με βάδισμα αργόν, με πρόσωπον ασθενικόν, αναιμικόν, δεν έπαυσε να τανύη τας ποιητικάς του χορδάς εις πάσαν πατριωτικήν πράξιν, να εργάζηται υπέρ του καλού της πατρίδος και να εκθέτη εν τη δημοσιογραφία ταύτης τας περιπετείας.

Ό νάνος κοιμώτανε, όπως πάντα, στο δωμάτιο του Βασιληά. Όταν πίστεψε ότι όλοι κοιμώντανε, σηκώθη και ανάμεσα στο κρεββάτι του Τριστάνου και της Βασίλισσας έχυσε την ψιλή φαρίνα. Αν ο ένας από τους αγαπητικούς πήγαινε να σμίξη τον άλλο, η φαρίνα θα έδειχνε το ίχνος των βημάτων. Αλλά καθώς τη σκορπούσε, ο Τριστάνος, που έμεινε ξύπνιος τον είδε.

Ο Χοπ -Φρωγκ και μία μικρά κόρη, μόλις ολιγώτερον νάνος από αυτόν, με αστείαν αναλογίαν και η οποία εχόρευε θαυμάσια, απεσπάσθησαν από τας πατρικάς των φωλεάς και απεστάλησαν εις τον βασιλέα, ως δώρον, από ένα των στρατηγών του, τέκνον της νίκης. Κατόπιν των περιστάσεων αυτών δεν πρέπει να εκπλαγώ διά την στενήν οικειότητα των δύο αυτών αιχμαλώτων.

Λέξη Της Ημέρας

στάθη

Άλλοι Ψάχνουν