United States or Saint Barthélemy ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σαν έπεσε η νύχτα, άφησε τους κυνηγούς του στο δάσος, πήρε το νάνο πισοκάπουλα, και γύρισε στο Τινταγκέλ. Από μια είσοδο που ήξερε, μπήκε στον κήπο κι' ο νάνος τον ωδήγησε κάτω από το μεγάλο πεύκο. «Ωραίε Βασιληά, πρέπει ν' ανεβήτε στα κλαδιά αυτού του δένδρου. Πάρ'τε κει πάνω το τόξο και τα βέλη σας: ίσως σας χρειασθούν. Και ησυχάστε, δε θα περιμένετε πολύ.

Έρχεται χειμώνας, βλέπεις, σα μπροστά ποιος ν' ανεβοκατεβαίνη με τα χιόνια. — Και ποιό 'νε το χωριό σας; Ο γέρος σήκωσε το χέρι του κι έδειξε ψηλά στο ξόγκωμα του βουνού τα λίγα σπιτάκια. — Απάνου!, να το!. Καρίτσα το λεν. — Και θ' ανεβήτε έτσι φορτωμένοι εκεί απάνω; — Τι να κάνουμε; Μεις, παιδάκι μου, βλέπουμε ζωντανό το χάρο με τα μάτια μας. Άη! οι κακομοίρηδες.

Είναι αδύνατο ν' ανεβήτε τορμητικό ποτάμι, με το οποίον ήρθατε εδώ σαν από θαύμα, και που τρέχει κάτου από τη καμάρα των βράχων. Τα βουνά, που περιγυρίζουνε το βασίλειό μου, έχουνε ύψος δέκα χιλιάδων ποδιών κι' είναι ίσα σαν τοίχοι· πιάνουνε το καθένα σε πλάτος περισσότερο από δέκα χιλιάδες λεύγες· δε μπορεί κανείς να κατέβη απ' αυτά παρά από γκρεμούς.

ΑΝΝΟΥΛΑ Θα σας βοηθήσω εγώ, γιαγιά μου. Για το χατήρι του Σταύρου πρέπει ν' ανεβήτε. Κ' ύστερα πάλι και γώ, δε θυμούμαι καλά καλά ποιά από τις απάνου κάμαρες είναι η παλιά του Σταύρου. ΓΙΑΓΙΑ Πάμε. Τρέχα όμως, Αννούλα, μια στιγμή και φώναξε της καμαριέρας, θα τη χρειαστούμε να μας βοηθήση. Δε θ' αργήσουμε μεις. Πάψη