Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 2 Μαΐου 2025


Και μάλιστα όταν λάχη Νάναι παληοί των σύντροφοι... Εμείς, ανατολίταις, Σύγνεφα διαβατάρικα, όταν περνούμ' εδώθε, Ομέρ Βριόνη, μάθε το, χαλάζι φορτωμένοι Κι' αστροπελέκια φλογερά, δεν έχομετο νου μας Παρά πώς να πλατύνωμε την ερημιά, το μνήμα. Ούτε το σπόρο μεςτη γη, ούτε κλαρίτο λόγγο, Ούτε παιδί μεςτην κοιλιά θ' αφήσωμε να ζήση. Ως τα θεμέλια ο χαλασμός.

Και εκβαλών την καπνοσακκούλαν του επλήρου μικρόν τσιμπουκάκι μεθ' υπομονής και φιλοκαλίας θεργιακλή. — Όντας εναυαγήσαμε πάλιτο Ασπρονήσι, απόξω από την Σκιάθο; Ωχ! μωρέ γυιε μου, κάτι κύματα! . . . Βουνά τα ωργισμέγα. Και νύχτα! Πίσσα! Και χιονιάς! Κατεβαίναμε φορτωμένοι, από τον Ποταμό, γέννημα για τον Περαία, με διαταγή! Ωχ, μωρέ γυιε μου, και να σε είχα μέσα εκείνη τη βραδειά!

Από τον κορμόν αυτών, ο οποίος ήτο παχύς και δυνατός, εξήρχοντο γυναίκες καθ' όλα τέλειαι μέχρι των λαγόνων. Τοιουτοτρόπως ζωγραφίζουν εις την πατρίδα μας την Δάφνην, όπως μετεμορφώθη εις δένδρον διά ν' αποφύγη τον Απόλλωνα, καθ' ην στιγμήν ούτος επεχείρει να την συλλάβη εις την αγκάλην του. Από δε τα άκρα των δακτύλων των εφύοντο οι κλάδοι φορτωμένοι σταφυλάς.

Οι χωριανοί ροβόλαγαν τον κατήφορο φορτωμένοι με τα θεόρατα μάρμαρα. Κατέβαιναν, κ' έτρεχαν κιόλας ποιος να πρωτοπεράση τον άλλονε, ποια να παραδιαβή την άλλη. Κ' έσκαγαν εκεί γέλοια και χαρούμενες φωνές. Μπροστά τα βιολιά πάντα κ' οι δημογέροντες κ' οι παπάδες, φορτωμένοι κι' αυτοί, και πίσω το πλήθος.

Καθώς λοιπόν ήτο επόμενον, αφού μετά τον θάνατον του Κύρου ανέλαβαν οι παίδες του την εξουσίαν φορτωμένοι από τρυφηλότητα και μη δεχόμενοι παρατηρήσεις, πρώτον μεν ο είς εφόνευσε τον άλλον μη ανεχόμενος την ισότητα , κατόπιν δε ο ίδιος παραφρονήσας από την μέθην και την απαιδευσίαν εστερήθη την κυριαρχίαν από τους Μήδους και από τον λεγόμενον τότε ευνούχον, ο οποίος επεριφρόνησε την μωρίαν του Καμβύσου.

Το ταχύ δε ξημερώνοντας ερχόμενος διά να με ξαναεύρη μου είπε· θέλω να σταθώ εις τον λόγον μου διά το ότι εχθές σου έταξα· μα δεν θέλεις ιδεί το έργον, παρά ύστερον από μερικές ημέρες· επειδή και εκείνο που έχω να σου δείξω είνε ένα έργον, που δεν δύναται να τελειώση ετούτην την ημέραν. Στείλε ένα σκλάβον σου να εύρη έναν επιτήδειον σεντουκάν, και να έλθουν με αυτόν φορτωμένοι σανίδες ψιλές.

Ανοίξαμε τα πανιά και το μπάρκο έπιασε πάλι σε λίγη ώρα τη γραμμή του. Τρεις εβδομάδες αργότερα εκατεβήκαμε στην Πόλη φορτωμένοι. Εκεί έλαβα πρώτο γράμμα της μάνας μου. Πρώτο γράμμα πρώτο μαχαίρι στην άμαθη καρδιά μου. «Παιδί μου, Γιάννη μου· έλεγεν η γριά. Όταν γυρίσης πάλι στο νησί με τη βοήθεια του Αγίου Νικόλα και την ευχή μου, δεν θα ήσαι καπετάνιου παιδί όπως όταν εμίσεψες.

Όταν χτύπησε ο ήλιος στα βουνά, οι φορτωμένοι πληθυσμοί έφτακαν στην κορφή του χωριού. Κ' ύστερ' από λίγην ώρα, που ξεφορτώνονταν αυτοί στο περιαύλι της εκκλησιάς, η χρυσές του αχτίδες στεφάνωναν τα ιδρωμένα και περήφανα μέτωπά τους.

Έρχεται χειμώνας, βλέπεις, σα μπροστά ποιος ν' ανεβοκατεβαίνη με τα χιόνια. — Και ποιό 'νε το χωριό σας; Ο γέρος σήκωσε το χέρι του κι έδειξε ψηλά στο ξόγκωμα του βουνού τα λίγα σπιτάκια. — Απάνου!, να το!. Καρίτσα το λεν. — Και θ' ανεβήτε έτσι φορτωμένοι εκεί απάνω; — Τι να κάνουμε; Μεις, παιδάκι μου, βλέπουμε ζωντανό το χάρο με τα μάτια μας. Άη! οι κακομοίρηδες.

Τον έσερναν τρεις Αρβανίτες δραγάτες, από κείνους που παίρνουν πάντα μεράδι στα πανηγύρια και στους γάμους των χωριών που βρίσκονται, φορτωμένοι με τες βαριές κάπες τους, με διπλές αρμαθιές φουσέκια απάνω στα στήθια σε τόπο σταυρωτού που φορούσαν μια φορά οι κλέφτες, με ζευγάρι πιστόλες μαλαμοκαπνισμένες στο σελιάχι και με καινούρια τουφέκια μαρτίνι στους ώμους τους.

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν