United States or Equatorial Guinea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εμπλεκόταν στα πόδια μας, εκατέβαινε στην πλώρη, έμπαινε στου καπετάνιου την κάμαρη, εγύριζε στο μαγεριό, επηδούσε στο τσιμπούκι και γαυ! γαυ! αλύχταγε κατά τις στεριές σαν να τους έλεγε κ' εκείνος: — Καλές αντάμωσες! Ο ουρανός κατάγλαυκος απάνω· τα νησιά, τ' ακρογιάλια γύρω ήμερα και γελαστά· η θάλασσα χρυσάχτινη. Πρύμος άνεμος εφούσκωνε τα πανιά κ' έσπρωχνε το καράβι γοργό στον δρόμο του.

Η θεια Μυγδαλίτσα όμως δεν έπαθε τίποτε, η πτωχή, θέλεις η άπειρος ευλάβεια, ην είχεν, εκτελούσα την αγαθήν ταύτην υπηρεσίαν, θέλεις η άλλη ιδέα, ην θερμήν εφύλαττεν εις τα βάθη του στήθους της περί του αναμενομένου «καπετάνιου της», παρείχον αύτη τόσην θέρμην και αφοβίαν ψυχικήν, ώστε αντέστη καθ' όλην την σκοτεινήν εκείνην της οδού διάβασιν, έως ου, αναβάσα εις τα υψώματα, διέκρινεν απ' εκεί τας ερυθρωπάς φλόγας της πυράς των ποιμένων, ήτις έφεγγε φαεινώς εις όλον του φρουρίου τον απότομον βράχον.

Η χαρά που αυτός έλαβεν εις το να ιδή την γυναίκα του, δεν εστάθη ολιγώτερον από την έκστασιν και σύγχυσίν του Ραββά, του σκλάβου Αράπη, του Καπετάνιου και του Νέου, θεωρώντας εις την βασίλισσαν την μορφήν εκείνης, που εκατάτρεξαν.

Ο κυρ-Μιχάλης πάλιν κατέναντί του με το πλατύ και μακρόν πρόσωπόν του, ασκεπής, ανασκουμπωμένος, ως μάγειρος οπού ήτο, με την ποδιάν του ακόμη, ήκουεν αφηρημένος, ακίνητος, δέσμιος, θαρρείς, μαγνητισμένος, θαρρείς, ακολουθών άπνους Έκτωρ το αιθέριον άρμα του Καπετάνιου. Αι λαμπάδες και των δύο έκειντο εκεί, κάτασπροι, επί της επιταφίου εκείνης πλακός, ενώ τα ποτήρια συνεχώς επληρούντο.

Εις την φοβεράν περιέργειαν του Καπετάνιου προσετίθετο ήδη άλλη φοβερωτέρα, ποίος να είνε αυτός ο γέρων χόντζας, ο γνωρίζων την γλώσσαν του, ο γνωρίζων την θρησκείαν του. — Ο παπάς ολόχρυσος, μαρμαρωμένος, εξηκολούθησεν ο γέρων, μετά της αυτής προφυλάξεως. Ο διάκος ολόχρυσος, μαρμαρωμένος. Δεξιά ο πρωτοψάλτης μαρμαρωμένος εις το στασίδι του, αριστερά ο λαμπαδάριος μαρμαρωμένος εις το στασίδι του.

Ούτω δε συνέβη ν' αντιληφθώσι μητέρα και κόρη ότι η Αγγελική «εκιτρίνισ' απού τη ζηλειά τση», ενώ εκείνη απλώς εμειδίασε. Διότι αληθώς μόνον ευθυμίαν ηδύνατο να κινήση η ελαφρότης της ξιππασμένης εκείνης εις τον αρρενωπόν χαρακτήρα της θυγατρός του Καπετάνιου, ήτις ανατραφείσα μεταξύ έξ αδελφών, των ανδρειοτέρων νέων του χωριού, είχε πολύ ολίγας εκ των γυναικείων αδυναμιών.

Μου φαίνουνταν μερμήγκια, φίδια σουρταριάρικα, χελώνες αργοκίνητες καταραμένες πάντα να φέρνουν απάνω τους, βάρος περίσσο το καύκαλό τους. Ψε! ... έλεγα με άμετρη περιφρόνησι. Ζουν τάχα και αυτοί! Απάνω στους ενθουσιασμούς εκείνους ακούω άξαφνα τη φωνή του καπετάνιου να βροντά κεραυνός δίπλα μου. — Μάινα πανιά! . . . Μάινα και στίγγα πανιά! . . .

Να μοιράσουμε τι; ρωτά το αδέσμευτο πνεύμα μέσα στο κεφάλι του καπετάνιου. Θέλεις τα ρούχα μου, θέλεις τ' άρματα και τα χρυσαφικά μου; Δικά σου είνε· δικός σου είμαι κ' εγώ. Μπροστά σου μ' έχεις άβουλον και ακυβέρνητον. Μη ζητάς όμως τα πλούτη τα κρυμένα. Τα ξέρεις και τα ξέρω. Μην τα ζητάς! Το είπεδεν το είπε, το άκουσεν ο βρυκόλακας.

Και προσεγγίζων ήρχισε να ψιθυρίζη εις το ους του Καπετάνιου: Ο νεκρός ήδη και θέα λελυμένος Οίδασι πολλοί καν μηδείς τούτον βλέπη. Μηνόκρανον, μείλιχον, πραΰν, υψίνουν . . . Και μετ' ολίγον με πλέον χαμηλήν φωνήν προσθέτει: Εις τα δεξιά τα μέρη άνδρα εύρητε γενναίον, ισχυρόν και ρωμαλέον . . .

Ουδείς έγεινεν έκτοτε λόγος ούτε περί του Καπετάνιου αν έζη ή όχι, ούτε περί του κυρ-Μιχάλη, του μόνου εναπομείναντος πιστού, από τους τόσους, εις τα ωραία εκείνα όνειρα του Συλλόγου της Αναστάσεως, αν εύρε σειράν ή όχι μετά την κατεδάφισιν του θολωτού εκείνου υπογείου του, καθώς η κυρά-Μιχάλαινα εφοβείτο ότι θα συμβή.