United States or Côte d'Ivoire ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' επειδή το αυτό επανελήφθη και τρίτην φοράν, τότε ως εξ' εμπνεύσεως της Θεοτόκου έκτισαν οι Πατέρες το ολόχρυσον αυτό Παρεκκλήσιον αμέσως μετά την είσοδον της Μονής κατέναντι της Μεγάλης Πόρτας και ενεθρόνισαν αυτήν εν αυτώ, ήτις έκτοτε παραμένει εκεί φρουρός και φύλαξ και μυστηριώδης της παμμεγίστης αυτής Μονής πορτάρισσα.

Ερημίτις γέρων, μετά δύο νεωτέρων υποτακτικών, έζη εν τη ερημονήσω, ανηκούση είς τινα μονήν του αγίου Όρους, κ' ετέλει την νύκτα εκείνην την αγρυπνίαν των Χριστουγέννων. Ο κυρ-Δημάκης διήλθε μικρόν τινα πυλώνα, ον εύρεν ανοικτόν, κ' εισήλθεν εις αυλήν πλακόστρωτον, πλαισιουμένην υπό τινων κελλίων. Κατέναντι ήτο ο ναΐσκος, μικρός συμμαζευμένος, βυζαντινός.

Ο Μπάρμπα Σταύρος ήρχισε να κόπτη φέταις μετά προσοχής, τοποθετηθείς εγγύς της τραπέζης, προς ην κατέναντι επλησίασε και εκάθησεν ο Κομποδήμος με ημικλείστους τους οφθαλμούς του, έχων ανάγκην ύπνου μάλλον ή τροφής· η δε Κρατήρα απήλθεν εις το εγγύς μικρόν δωμάτιον, όπου είχεν εξασφαλίσει αφ' εσπέρας το χοιρίδιον, μόλις το είχε φέρει η φουρνάρισσα, ως είδομεν.

Είχε δε ανοιχθή άλλη έξοδος κατέναντι της εισόδου, όπως λέγεται ότι έπραξαν και οι Μακεδόνες εις την Βαβυλώνα κατά την ασθένειαν του Αλεξάνδρου, ότε ο Μακεδονικός στρατός περικυκλώσας τα ανάκτορα εζήτει να ίδη τον θνήσκοντα βασιλέα και να του απευθύνη τον τελευταίον χαιρετισμόν.

Ο ήλιος έδυνε πλέον· αι δε τελευταίαι του ακτίνες, εξακοντιζόμεναι άνω του σκιερού ρεύματος, εφώτιζον ακόμη, πέραν, την κορυφήν του κατέναντι βουνού, με φως αραιόν, υποχωρούν, διαλυόμενον. Μοναξιά και σιωπή. Και μόνον οι κόμβοι του ύδατος, καταπίπτοντες εις το ισχνόν και βορβορώδες ρυάκιον, επλατάγουν πενθίμως, ως άνθρωπος ξηροκαταπίνων.

Και συνεμαζεύθη προς την ρίζαν της ελαίας, προσπεφυκυία ως τις μαύρος ρόζος του φλοιού. Ο δειλός Θανάσης ακούσας ταύτα και ιδών την γυναίκα πτήσσουσαν εις τα σπήλαια της ελαίας και συμπτυσσομένην ετράπη παράφορος προς το κατέναντι δάσος, δεινώς παραπατών και διασχίζων τας ακανθωτάς πρίνους ως ανθοφόρα κλαδιά εν φοβερώ κρότω των θραυομένων ξηρών του δάσους κλώνων.

Κατέναντι, εξαγαγών τα υποδήματά του, εκάθητο σταυροποδητί επί του ξυλίνου σοφάαλλά τούρκα — ο κυρ-Δημάκης, με το λειότατον, παχύ, ξυρισμένον, επίμηκες πρόσωπον, ήρεμον και πράον ως πρόσωπον ημέρου οικοσίτου αμνάδος, με δασείς οφρύς, αποκλειούσας τους οφθαλμούς του, φορών τον θεσσαλικόν καστανόχρουν γεωργούλην του.

Με διαδρόμους πλακοστρώτους με μελαψάς πλάκας. Με τοίχους καπνισμένους. Μεσαιωνικόν κτίριον. Μετόχιον της Πεντέλης, το μαγαζί του κυρ-Μιχάλη, κατέναντι του αγίου Δημητρίου εις του Ψυρή, ενοικιάζετο πολυετώς από τον καλοπληρωτήν και ειρηνικόν κυρ- Μιχάλην. Και ήτο διά την δουλειάν του μάννα, κατά την κοινήν φράσιν.

Ο κυρ-Μιχάλης πάλιν κατέναντί του με το πλατύ και μακρόν πρόσωπόν του, ασκεπής, ανασκουμπωμένος, ως μάγειρος οπού ήτο, με την ποδιάν του ακόμη, ήκουεν αφηρημένος, ακίνητος, δέσμιος, θαρρείς, μαγνητισμένος, θαρρείς, ακολουθών άπνους Έκτωρ το αιθέριον άρμα του Καπετάνιου. Αι λαμπάδες και των δύο έκειντο εκεί, κάτασπροι, επί της επιταφίου εκείνης πλακός, ενώ τα ποτήρια συνεχώς επληρούντο.

Και δευτέραν φοράν, αγριώτερον τώρα, ο αντίλαλος της σθεναράς φωνής του αντήχησε, θρηνωδώς πλήττων την κατέναντι ξηρόνησον, προς ην έβλεπεν ο γέρων.