United States or Saint Helena, Ascension, and Tristan da Cunha ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αληθώς ο κυρ-Μιχάλης, φίλεργος και δραστήριος άνθρωπος πρότερον, εξ εκείνων, οπού ξεύρουν την δουλειάν των, αφότου, γοητευθείς από τας διηγήσεις του Καπετάνιου, ήρχισε να ονειροπολή την Επτάλοφον με τους ναούς της και τα αγιάσματα, παρημέλει το έργον του, ονειρευόμενος ότι ταχέως θα ήνοιγεν ένα μαγαζάκι απ' έξω από την Αγίαν Σοφίαν.

Η κυρά-Μιχάλαινα, λαβούσα την λαμπάδα της, ήρχισε ν' αναβαίνη με χαράν απερίγραπτον την κλίμακα, ο δε κυρ-Μιχάλης παρηκολούθει σιωπηλός, κρατών και αυτός την λευκήν λαμπάδα του και λέγων να σπεύσουν να προλάβουν το «Δεύτε λάβετε φως».

Δεν επήγαινεν ο κυρ-Μιχάλης την Ανάστασιν εις την ενορίαν των, δεν επήγαινε και η κυρά-Μιχάλαινα· αλλ' ηναγκάζετο, την ιεράν και φωτοφόρον Νύκτα, να μεταβαίνη μακράν, πολύ μακράν, αγνώριστος, εις τον άγιον Αθανάσιον, εις την Πέτραν. Διά τούτο το έτος εκείνο ήτο καταχαρούμενη.

Από πόσον καιρόν, δεν ενθυμείτο, το αληθές όμως είναι ότι από τότε οπού εγνώρισε τον Καπετάνιον, ο κυρ-Μιχάλης ο Μαυριδερός, ο οινοπώλης, είχε ν' ακούση το «Χριστός ανέστη» εις την ενορίαν του την νύκτα της Αναστάσεως, και ν' ανάψη την λαμπάδα του από το άγιον φως του Παπά-Χρήστου, του κωφού, όταν θα εξήρχετο κατενώπιον της αγίας Πύλης, βαστάζων δέσμην λαμπάδων, αναμμένων από την κανδήλαν της αγίας Τραπέζης, και ψάλλων με την βροντώδη φωνήν του: «Δεύτε λάβετε φως

Ντόμινους μπαμπίσκους! Αυτά ανεμιμνήσκετο τώρα ο κυρ-Μιχάλης. καθ' ην ώραν ενεδύετο. Αλλ' η κυρά-Μιχάλαινα διελογίζετο άλλα. Έβλεπεν ότι, αφότου εγνωρίσθη ο σύζυγός της με τον Καπετάνιον, ήρχισε να παραμελή την εργασίαν του.

Εκεί εκάθηντο, εκεί εις εκείνο το ορθογώνιον μάρμαρον, οπού ήτο εκεί εν μέσω εν σχήματι επιταφίου πλακός, με γραφάς δυσδιακρίτους Βυζαντινών χαρακτήρων, με αναγλύπτους σταυρούς και λαμπάδας, όπερ ως τράπεζαν ιδιαιτέραν διά τους στενούς του φίλους, μετεχειρίζετο ο κυρ-Μιχάλης . . . ολίγαις εληαίς ή άλλο τι ορεκτικόν νηστίσιμον, και δύο ποτήρια κρασί ήσαν επί της πρωτοτύπου και μυστηριώδους αυτής τραπέζης.

Και ήτο αμφίβολον, αν ηδύνατο να επανεύρη αλλαχού σειράν, εις αυτήν την ηλικίαν. Αλλ' όσον και αν εθλίβη η κυρά-Μιχάλαινα, όσον και αν επόνεσεν ο κυρ-Μιχάλης, ο Καπετάνιος εθλίβη ακόμη περισσότερον· και ηυχήθη τότε να απέθνησκεν, αν έμελλε διά παντός ν' απολέση την μόνην παραμυθίαν του εκείνην.

Ενώ ο κυρ-Μιχάλης από μίαν μικράν παραζάλην συσκοτισμένος αντεχαιρέτιζεν ως συνήθως με τα παραμορφωμένα λατινικά του: — Δόμινους Μπαμπίσκους!

Δεν επήγαινεν ο κυρ-Μιχάλης, δεν επήγαινε και η κυρά-Μιχάλαινα εις την ενορίαν της.

Αλλ' ο Καπετάνιος ιδών συλλογισμένον τον φίλον του οινοπώλην ηρώτησε την αιτίαν, και του είπεν αμέσως: — Μη φοβάσαι, κυρ-Μιχάλη. Ο Καπετάνιος είνε εδώ! . . . Και επλήρωσε το επισπρόσθετον ενοίκιον. — Ο καϋμένος ο Καπετάνιος! Καλή του ώρα! Ανεστέναξε ο κυρ-Μιχάλης αποπερατώσας πλέον πάσαν εργασίαν. Σε ποιο κλαρί τάχα να πασχάση! . . . Επλησίαζεν η ώρα της Αναστάσεως.