United States or Comoros ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το επάγγελμα του συζύγου της είχε, κυρίως ειπείν, μόνον δύο μήνας γονίμους δι' όλου του έτους, όλον δεν τον άλλον καιρόν ήτον απραξία με ολίγαις κουτσοδουλειαίς και «μερεμέτια». Και πάλιν οι δύο εκείνοι μήνες έφερον περισσότερα παράπονα και δυσαρεσκείας, παρά κέρδη και εισπράξεις.

Με αυτούς τους συλλογισμούς το πονετικό κορίτσι έφθασεν έως τον μισόν δρόμον χωρίς διόλου να κουρασθή. Είδε τότε τον ήλιον υψηλά και ενόησεν ότι ήτο μεσημέρι· εκάθισεν εις την σκιάν, κάτω από ένα δένδρον διά να φάγη το πτωχικόν της γεύμα· ολίγαις μόνον εληαίς και ψωμί είχε βάλει η μητέρα της εις το καλαθάκι της. Αυτό μόνον είχαν οι πτωχοί άνθρωποι εις το σπίτι!

Αλλά ποτέ δεν εστάθη τον χειμώνα εις την θύραν της πτωχός γέρων ή γραία, χωρίς να δώση εις αυτόν ολίγαις πήχαις ζεστό μάλλινο ύφασμα διά να ενδυθή· ποτέ δεν ήλθε μητέρα με γυμνό παιδάκιτα χέρια της, χωρίς να το εφοδιάση με όσα εχρειάζετο· πολλάκις μάλιστα τα έρραπτεν η ιδία. Διά τούτο, όταν η καλή αυτή γυναίκα απέθανε, την εθρήνησεν όλο το χωριό.

Ανέζη τότε εν ταις ολίγαις στιγμαίς εκείναις της χαράς και της διαχύσεως εις τον στυγνόν εκείνον θάλαμον όλος ο κόσμος ο παρελθών, ένας πολύ ωραίος κόσμος, ως είναι ωραία η ζωή· ένας κόσμος εύχαρις και φαιδρός, οπού ακόμη δεν τον είχε σβήσει με την κρύαν σκιάν του το θλιβερόν γήρας.

Ο λόγος σου έχει τον τόπον του, αποκρίθηκε ο Γέροντας. εκείνος οπού έχει ολίγαις χρείαις έχει και ολίγαις ιδέαις, και ακολούθως Γλώσσαν ανάλογην με τον μικρόν αριθμό τους. η ιδέαις του, οπού αυγατίζουν όσο πληθαίνουν κι' η χρείαις του, γυρεύουν και γλώσσαν ανάλογη με τον μεγάλον τους αριθμόν. τέτοια είναι η φύση κάθε γλώσσας στον κόσμον, φτωχότερη, ή πλουσιώτερη, κατά της ιδέαις οπού έχουν όσοι την κραίνουν.

Εκεί εκάθηντο, εκεί εις εκείνο το ορθογώνιον μάρμαρον, οπού ήτο εκεί εν μέσω εν σχήματι επιταφίου πλακός, με γραφάς δυσδιακρίτους Βυζαντινών χαρακτήρων, με αναγλύπτους σταυρούς και λαμπάδας, όπερ ως τράπεζαν ιδιαιτέραν διά τους στενούς του φίλους, μετεχειρίζετο ο κυρ-Μιχάλης . . . ολίγαις εληαίς ή άλλο τι ορεκτικόν νηστίσιμον, και δύο ποτήρια κρασί ήσαν επί της πρωτοτύπου και μυστηριώδους αυτής τραπέζης.

Ο δε κήπος ήτο ημελημένος, διότι οι καλοί πατέρες ολίγον εφρόντιζον περί ανθέων και απεστρέφοντο τα λαχανικά, ως καταργούντα πολύτιμον τόπον εν τω στομάχω, προτιμώντες τα στήθη των χηνών και τους μηρούς των χοίρων, τους οποίους παρωμοίαζον προς τα ρητά της Γραφής, τα εν ολίγαις λέξεσι πολλήν περιέχοντα ουσίαν.

Λοιπόν, καθώς είνε τώρα η περίστασις, μου φαίνεται, δεν είνε άσχημον να κάμωμεν οι δύο μας ένα μικρό ταξείδι. — Τι ταξείδι; — Δεν είνε πολύ μακράν. Ολίγαις ώραις δρόμος. Και πιστεύω ότι έχομεν και οι δύο γερά πόδια. — Διά πού; ηρώτησεν ο Γύφτος. — Διά την κατοικίαν του αυθέντου μου. — Να κάμωμεν τι; — Θα ιδής. Μου φαίνεται, δεν είνε άσχημα, και δεν θα κακοπάθης.

Νέαις είνε πολλαίς εδώ μέσα, είπεν ο Τρέκλας παρωδών. — Δεν σ' ερωτώ δι' αυταίς που είνε εξ αρχής. Καμμίαν ξένην είδες; — Μου φαίνεται. — Την είδες λοιπόν; — Δεν ενθυμούμαι καλά. — Είνε ολίγαις ημέραις, δεν είν' έτσι; — Σαν να μου φαίνεται. — Και αυτή ευρίσκεται ακόμη εις το μοναστήρι; — Πιστεύω. — Εμβαίνεις μέσα κάθε μέρα; — Κάθε μήνα. — Θα την έχουν κλεισμένην, βέβαια. — Κλεισμένην;

ΑΜΛΕΤΟΣ Τον βασιλέα, τον πατέρα μου, — ΟΡΑΤΙΟΣ Ολίγαις στιγμαίς τον θαυμασμόν σου δάμασε, να δώσης όλην την προσοχήν σου ως 'πού να φανερώσωεσέ το θαύμα τούτο, με την μαρτυρίαν εδώ των φίλων. ΑΜΛΕΤΟΣ Προς Θεού, λέγε ν' ακούσω.