United States or Argentina ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Απόστολος κατέλιπε την Ρώμην, εγκατέλιπε τα τέκνα του, τα οποία υφίσταντο τόσα μαρτύρια. Εις την Ανατολήν, ο ουρανός περιεβάλλετο ήδη από ωραίας αποχρώσεις, αίτινες ολίγον κατ' ολίγον περιελίσσοντο χαμηλότατα εις τον ορίζοντα. Η οδός ήτο έρημος. Οι αγρόται, οίτινες έφερον τα λαχανικά των εις την πόλιν, δεν είχον ακόμη ζεύξει τα αμάξιά των.

Ο ντον Πρέντου είχε κιόλας απομακρυνθεί όταν ο Έφις τον πρόφτασε στη μεγάλη στράτα προσφέροντάς του με τα δυο του χέρια ένα καλάθι γεμάτο φρούτα και λαχανικά. «Ντον Πρέντου, στείλτε αυτό με την υπηρέτριά σας στις κυράδες μου. Εγώ δεν μπορώ να εγκαταλείψω το κτηματάκι…. και ο ντον Τζατσίντο δεν έρχεται…»

Δεν ξαναφάνηκε για πολλές μέρες και ο Έφις άρχισε ν’ ανησυχεί και για τον λόγο ότι τα λαχανικά και τα φρούτα στοιβάζονταν στη σκιά της καλύβας και δεν ερχόταν κανείς να τα πάρει.

Ο δε κήπος ήτο ημελημένος, διότι οι καλοί πατέρες ολίγον εφρόντιζον περί ανθέων και απεστρέφοντο τα λαχανικά, ως καταργούντα πολύτιμον τόπον εν τω στομάχω, προτιμώντες τα στήθη των χηνών και τους μηρούς των χοίρων, τους οποίους παρωμοίαζον προς τα ρητά της Γραφής, τα εν ολίγαις λέξεσι πολλήν περιέχοντα ουσίαν.

Εσείς θα έρθετε όταν θα είναι έτοιμα τα λαχανικά και τα φρούτα για να τα πάτε στο χωριό… Το άλογό σας όμως δεν αντέχει το δισάκι!», πρόσθεσε μισοκλείνοντας τα μάτια μπροστά στη λάμψη του ποδηλάτου. «Θα φύγω για το Νούορο!», είπε ο Τζατσιντίνο κοιτάζοντας ωστόσο το κτήμα από κάτω προς τα επάνω, όπως κοιτάζουμε έναν άνθρωπο. «Θα έρθετε καμιά φορά!

Κάποια απογεύματα ο Τζατσίντο κατέβαινε στο κτηματάκι για να μεταφέρει στο χωριό φρούτα και λαχανικά που οι θείες τα πουλούσαν στο σπίτι κρυφά λες και ήταν κλεμμένα, αφού δεν ταιριάζει σε γυναίκες ευγενικής καταγωγής να κάνουν τις μανάβισσες, και αυτό ήταν το πιο χρήσιμο πράγμα που έκανε. Τον υπόλοιπο καιρό τον περνούσε τεμπελιάζοντας εδώ κι εκεί στο χωριό.

Τι να του πει κανείς για να τον παρηγορήσει; «Γιατί δεν έμεινες εκεί;» Ο Έφις ένοιωθε πολλή λύπηση για όλη αυτή τη μιζέρια και τον εξευτελισμό που αντίκριζε, για να μιλήσει μ’ αυτόν τον τρόπο. «Τι έκανες σήμερα;», ρώτησε χαμηλόφωνα. «Τι ήθελες να κάνω; Δεν έχω τίποτα να κάνω! Έρχομαι εδώ να σου φέρω ψωμί και γυρίζω πίσω κουβαλώντας τα λαχανικά! Κι εκείνες που ζουν σαν τρεις μούμιες!