United States or Timor-Leste ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κατέβαινε, μετά τη λειτουργία, μια σειρά από χωριατοπούλες, όμορφες σαν τα τριαντάφυλλα, η μια κολλητά στην άλλη, όλο γέλια. «Είδες εκείνο το χοντρό που μετάλαβε;» , είπε μια. «Είναι ένας ευγενής, πολύ πλούσιος, που του έχουν κάνει μάγια.» «Ναι, το ξέρω.

Υπό την καταπακτήν η οποία έσωθεν ήτο ξύλινος ηπλούτο μια ισομεγέθης κλαβανή. Με μίαν πυγμήν ήνοιξεν εις δύο και τότε εφάνη μία οπή, είς λάκκος πελώριος, προς τον οποίον κατέβαινε μία κλίμαξ άνευ κιγκλίδων. Όσοι δε έκυψαν επί του χείλους του λάκκου, παρετήρησαν εις το βάθος κάτι απαίσιον και φρικτόν.

Δεν έπαιζε πια μαζί της και την ώρα του δειλινού κατέβαινε κάτω στο περιβόλι και ξαπλονώτανε σ' έναν ψάθινο καναπέ, κυττάζοντας τη θάλασσα και περιμένοντας να περάση η σκιά με το μικρό συνεφάκι του τσιγάρου. Και καθώς δεν είχε τι να κάνη και βαρυότανε ξαπλωμένη απάνω στον ψάθινο καναπέ, ίσως να τον αγάπησε και γι' αυτό τον Παύλο. Ποιος τα ξέρει αυτά τα πράματα! Και τον αγάπησε με τα καλά της.

Πώς θα πλήρωναν; Του φαινόταν ότι δεν μπορούσε πια να κινηθεί, ότι τα πόδια του ήταν πρησμένα, βαριά από το αίμα που κατέβαινε προς τα κάτω αφήνοντας άδεια την καρδιά και το κεφάλι του και τα χέρια του άπραγα. Πώς θα πλήρωναν;

Η Μάρω κλαίουσα έδεσε διά της ερυθράς μεταξίνης ζώνης της τον λαιμόν του και ο Γιάννος την ακολούθει ήδη πιστώς κ' ευπειθώς εν τη αδιεξόδω και ατελευτήτω εκείνη πορεία. Μετά μικρόν η Μάρω ήρχισε ν' ανησυχή. Η ημέρα σιγά σιγά ολιγόστευε και μετ' ολίγον η νυξ θα κατέβαινε, μαύρη και απειλητική.

Έκαμε τρεις σταυρούς, και ήλθεν εις την όψιν του. Κατέβαινε κάτω, ταλαντευόμενος, προσπαθών να ψαύη με τας χείρας και με τους πόδας τον βράχον. Μίαν φοράν εκτύπησε το δεξιόν πλευρόν όχι πολύ σφοδρώς, κατά του βράχου. — Αγάλια-αγάλια! μαλακά, παιδιά· εκέλευεν ο Αγκούτσας. Λάσκα, λάσκα· καλούμα! — Πού έμαθες πώς μιλούν οι καραβάδες, διαόλ' Αγκούτσα; είπεν ο Περηφανάκιας.

Περί το Βέττερχορν εκρέματο απειλητικόν σύννεφον, σαν λεπτή κατάμαυρη τουλούπα μαλλιού· κατέβαινε βυθιζόμενον χαμηλά και ήτο γεμάτο σφρίγος από εκείνο που μέσα του έκρυπτε: έκρυπτε Λίβαν βίαιον, εάν εξέσπαγε.

Τέλος ο Αργύρης είπε: «δε φελάτε τίποτε κ' οι δυο σας, κρίμαεσάς, κρίμα 'ς!», και προσποιηθείς δυσαρέσκειαν απήλθεν. Οι δύο φίλοι έμειναν μόνοι εξακολουθούντες να εκκενώσι σιγά-σιγά και μεθοδικώς την φλάσκαν. Είχαν ψήσει εις ανθρακιάν ημίσειαν δωδεκάδα κεφαλόπουλα και ουκ ολίγα καβούρια, και το μοσχάτον κατέβαινε μια χαρά κάτω.

Εις την υψηλοτέραν των βαθμίδων, η οποία κατέβαινε προς τον νεκρικόν θάλαμον, ευρίσκετο ένα πλατύ κομμάτι από φέρετρον, με το οποίον, φαίνεται, ήθελε να προκαλέση την προσοχήν με επανειλημμένα κτυπήματα εις την σιδηράν θύραν.

Καθώς κατέβαινε, λέει, στο γιαλό, ασπροντυμένη, την πήρε για νεράιδα και σκιάχτηκε. Δεν περπατούσε, λέει. Του φάνηκε πως περνούσε σιγαλά απάνω στον αέρα, σα φάντασμα. Και την άφησε και πνίγηκε για το σπολλάτη, για τα καλά που είδε. Να όψεται. Είχαν όλοι κατεβασμένα τα μούτρα. Τέτοια συφορά είχε καιρό νακουστή στο νησί. — Η δουλειά σου σένα δεν ήτανε να φέρης τα μαντάτα, είπε ο παπάς.