United States or Cabo Verde ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αν θες λοιπόν ν' αρματωθής, πολεμιστής να γένης κι αν σου βαστούν τα πόδια σου να περπατής μ' ασπίδα, σύρε μιαν ώρ' αρχήτερα στην Αίγυπτο. Τα χρόνια τασπρίζουν τα μηλίγγια μας κ' η ασπράδ' αγάλια-αγάλια από τα δυο μηλίγγια μας στα γένεια κατεβαίνει. Ό,τι μπορούμε ας κάνωμε όσο βαστούν τα πόδια. ΓΟΡΓΩ Εδώ είν' η Πραξινόη; ΠΡΑΞΙΝΟΗ Εδώ. Πολύν καιρό είχες νάρθης.

Δεν τον ετρόμαξε ο γκρεμός, κι’ ουδέ το μαύρο σπήλιο... Δένει στες πλάτες του γερά το φοβερό κοντάρι, Κι’ αρχίζει απάνω στο γκρεμό, σα φείδι, να κολλάη.... Πότε αναιβαίνει δέκα οργυές και πότε πέφτει δέκα.... Ξαναναιβαίνει, προχωρεί και πάλι ξαναπέφτει.... Αρχίζει ν’ απελπίζεται, φωνάζει, βλαστημάει... Τρέχει ο ίδρος απάνω του κι’ οι φλέβες του χτυπούνε, Σα να είταν φείδια ζωντανά και θέλαν να τον πνίξουν... Κάθεται ξεκουράζεται, ξαναρχινάει πάλι, Κι’ αγάλια-αγάλια προχωρεί, σιγά-σιγά αναιβαίνει.

Τι είπανε κανένας δεν άκουσε, μα ολωνών τα μάτια είχαν βουρκώσει. Ύστερα ο Μοναχάκης πήρε μια βαθειά ανάσσα και ρίχνοντας μια ύστερη ματιά αχόρταγη στην «Αθηνά»: — Σχώρα με και Θεός σχωρέσοι! μουρμούρισε. Η «Αθηνά» σάλεψε λυπητερά μέσα στο μούχρωμα, σαν ναπείκασε τα λόγια του Μοναχάκη. Σάλεψε μ' ένα παράπονο ανθρωπινό. Ο Γερο-Φλώκος πήρε πάλι στον ώμο τον καπετάνιο, αγάλια-αγάλια.

Μα και μέρα βγαίνει και τότε κανείς δεν τονέ βλέπει, γιατ' είναι ντυμένος με του ήλιου τις αχτίδες και πιο φεγγερός από τον ήλιο. . .! Και πιο πέρα πιάνουν κάμποι κι άλλοι λόφοι, που πρασινίζουν απ' το Γεννάρη, πλατιά ξαπλωμένοι· κι ανεβαίνουν αγάλια-αγάλια όλοι μαζί αψηλά και με τον άσπρο δρόμο του Φαλήρου αντάμα, σα να τον πιάνουν απ’ το χέρι να τονέ σηκώσουν, ίσαμε το σπιτάκι· κ’ έπειτα τρέχουν πάλι όλοι μαζί τον κατήφορο ως πέρα στη θάλασσα.

Έκαμε τρεις σταυρούς, και ήλθεν εις την όψιν του. Κατέβαινε κάτω, ταλαντευόμενος, προσπαθών να ψαύη με τας χείρας και με τους πόδας τον βράχον. Μίαν φοράν εκτύπησε το δεξιόν πλευρόν όχι πολύ σφοδρώς, κατά του βράχου. — Αγάλια-αγάλια! μαλακά, παιδιά· εκέλευεν ο Αγκούτσας. Λάσκα, λάσκα· καλούμα! — Πού έμαθες πώς μιλούν οι καραβάδες, διαόλ' Αγκούτσα; είπεν ο Περηφανάκιας.

τα πέτρινα πεζούλια της, πούχαν φυτρώσει χόρτα. 'Εκάθονταν μια λυγερή με το σταμνί 'ςτά χέρια. Αμίλητη κυττάζει Του Κόσμου το ξημέρωμα, δίχως ούτ' ένα γέλοιο Γλυκό 'ςτά κοραλλένια της τα χείλη να χαράζη. Λες κ' έτσι ατέλειωτο όνειρο τήνε κρατεί δεμένη .... Ο Ήλιος βγήκε 'ςτήν κορφή. Του Κόσμου είδε την άκρη, Και πήρε τον κατήφορο 'ςτά δέντρα αγάλια-αγάλια.