United States or Burundi ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μαύρα κι' ανήσυχα γίδια στάθηκαν άξαφνα στον κατήφορο, με τα κέρατα σαν κλάδους, και τα κεχριμπαρένια των μάτια με κυττάζουν. Μέσ' απ' το λόγγο, μέσ' απ τα σγουρά πεύκα, ένα κοτσύφι σφυρίζει σαν τσοπανόπουλο. Α! ζωή τρελλή που είσαι! Α ζωή! Στον κόρφο του βουνού, σαν καλωσύνη που κρύβεται είν' ένα εκκλησάκι.

Σωστό. .. σωστό κ. Κουρδουκέφαλε· να κυττάξτε την δουλειά σας· δε σας αδικεί κανείς. Ο Αριστόδημος έτρωγε τα νύχια του από λύσσα. Ήταν το μόνο αίσθημα που του έμεινε πια. Στην παραμικρή ταραχή που γινότανε γύρω του, θες στον εαυτό του θες σε ξένον, του φαινόταν πως κάποιος τον τραβούσε από τα μαλλιά. Τον τραβούσε και τον έσερνε, λέει, σ' έναν κατήφορο στρωμένον με στουρναρόπετρα.

Το πηγούνι του μακρύ μακρύ, απόλαε το κατήφορο μυτερό τραχιό γένειο, μόλις ίδρωναν τα μουστάκια του, σπανός θα να γένονταν, η μύτη του γερακάτη, υπερβολικά καμαρωτή, έγγιζε με την άκρα της τ' απάνω αχείλι κ' έδινε στην όψη του μορφή μπούτσικου τράγου.

Ροβόλησαν τον κατήφορο βιαστικά βιαστικά, και χωρίς να το νοιώσουνε βρεθήκανε ολόμπροστα στο χωριό. Τα παρατηρούσε όλα ο Παυλής μ' αχόρταγη δίψα.

Μαζί με τους άλλους κ' οι Αρειανοί της Έδεσας, με το να είχαν κάμει κι αυτοί μερικές αταξίες. Τους άρπαξε ο Ιουλιανός χρήματα και χτήματα· άλλα μοίρασε στους στρατιώτες του, κι άλλα δήμεψε, λέγοντας περιπαιχτικά πως τώρα θαπολάψουν την ουράνια τη βασιλεία. Σε τέτοια βράση απάνου παράξενο δεν είναι που πήραν οι φίλοι του τον κατήφορο.

Φωτιά ήτον αναμμένη εις το προαύλιον. Γυναίκες και παιδία εθερμαίνοντο εις το πυρ. Έκαμνε ψύχραν. — Πέτε μας καμμίαν ιστορίαν για κανένα στοιχειό, χριστιανοί, είπα εγώ, και εκάθησα πλησίον εις το πυρ. Εδώ στο σπίτια, τον κατήφορο, πόσα στοιχειά έβλεπα τον παλαιόν καιρόν! Πού κείνα τα χρόνια!

Ετράνταζε όλο το βουνό και σειώνταν τα λαγκάδια, Οι βράχοι ξερριζόνονταν κι’ αρχίναγαν να τρέχουν Στον φοβερόν κατήφορο, σα θεϊκή κατάρα.... Τ’ αγροίμια κατατρόμαξαν κι’ αρχίσαν πηλαλώντας Να τρέχουν τα βουνόπλαγα, σα τρομαγμένη αγέλη.... Οι πέρδικες προντίσανε, βουβάθηκαν τ’ αηδόνια Και πέταξαν περίτρομα σ’ άλλα βουνά και λόγγα.... Τα όρνια ξεπετάχτηκαν από τα γκρέμια μέσα Κι’ αφήκαν έρμες τες φωλιές και πέταξαν τ’ αψήλου.

Βογγούση τον περήφανο, που βιάζεται, και θέλει Να πάρη τον κατήφορο μ' ελπίδα να βουτήση, Και τη γλυκή του τη ζωή ο δόλιος ν' απαντήση. Μον κείνος καταπάνω του τρεχάτος τον πλακόνει, Με το κοντάρι τον βαρεί και τον αποτελιόνει· 530

Οι χωριανοί ροβόλαγαν τον κατήφορο φορτωμένοι με τα θεόρατα μάρμαρα. Κατέβαιναν, κ' έτρεχαν κιόλας ποιος να πρωτοπεράση τον άλλονε, ποια να παραδιαβή την άλλη. Κ' έσκαγαν εκεί γέλοια και χαρούμενες φωνές. Μπροστά τα βιολιά πάντα κ' οι δημογέροντες κ' οι παπάδες, φορτωμένοι κι' αυτοί, και πίσω το πλήθος.

Μα και το δικό σου είν' άγριο. — Ποιος σου το είπε; Δεν το βλέπεις τι ήμερα που περπατάει; — Ναι, μα 'κεί που ξαφνίστηκε, με την καμπάνα. . . . . στο μοναστήρι κάτου; — Μα εκεί ξαφνίστηκε. — Καϋμένε, τώρα σε συλλογίζομαι τι θα πάθαινες αν σ' έσερνε μαζή του σ' εκείνον τον κατήφορο. — Δε θα χτύπαγα, ήταν χορτάρια. Κ' εγέλασα. Εχαμογέλασε κι αυτή.