United States or Italy ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα κακοτράχαλα βουνά του Πίντου όσοι διαβαίνουν, Οπώχουν τους ψηλούς γκρεμούς και τα μεγάλα λόγγα Και τες αμέτρητες κορφές και τες πολλές βρυσούλες, Οπώχουν τα περίφημα τα πλούσια τσελιγγάτα.

Τα κακοτράχαλα βουνά του Πίντου όσοι διαβαίνουν, Οπώχουν τους ψηλούς γκρεμούς και τα μεγάλα λόγγα, Και τες αμέτρητες κορφές και τες πολλές βρυσούλες, Οπώχουν τα περίφημα τα πλούσια τσελιγγάτα, Τα κακοτράχαλα βουνά του Πίντου όσοι διαβαίνουν, Ξάφνου από βράχου, από γκρεμού κορφή και από ραχούλα Στριγγιά γροικάνε σουρατά, σα να σουράη τσοπάνης Και σαλαγάει τα πρόβατα και σαλαγάει τα γίδια.

Είπε, και ζητωκράβγασαν οι Τρώες, και ξεζέβουν 542 οχ το ζυγό όλα τ' άλογα δρωμένα, και τα δένουν με τα λουριά ο καθένας τους στ' αμάξι του από δίπλα. Έπειτα πλούσια πρόβατα απ' το καστρί και βόδια 545 φέρνουν αμέσως, και ψωμί κρασί απ' τα σπιτικά τους, και παν μαζέβουν στα λογγά όσα μπορούσαν ξύλα.

Κι' απ' όξω απ' το παλάτι του, ολόυρατο περιαύλι, Οπού το ζώνουν πάρθενα, παληά, βαθειά τα λόγγα, Μαρμαρωμένα μένουνε, βουβά από χίλια χρόνια Πανώρηα βασιλόπουλα.

Στην άκρη κάμπου διάπλατου, σε ριζοβούνι δίπλα, Κένταγε λίμνην ώμορφη, σα νύφη στολισμένη, Μ’ άλλα νερά κατάργυρα, μ’ άλλα νερά γαλάζια, Κι’ απάνω της να τρέχουνε βαρκούλες πέρα-δώθε, Άλλες με κάτασπρα πανιά, σαν άσπρα περιστέρια, Κι’ άλλες μ’ ολάργυρα κουπιά να δέρνουν τα νερά της... Γλυκά ανακαθρεφτίζονταν στες λαμπερές της άκρες, Λόγγα, χωριά, βουνόπλαγα, ράχες και κορφοβούνια, Κοπάδια γιδοπρόβατα κι’ αμέτρητες αγέλες, Και σε μιαν άκρη απλόνονταν πανώρια πολιτεία , Με σπίτια μαρμαρόχτιστα και κάστρο αρματωμένο.

Ε, και να κάτεχα το γλυκό τόνειρο που νανούριζε την ώρα εκείνη τον κοιμάμενο κάμπο! Ακολούθησα τον αγωγιάτη με τα πράμματά του στη κοντινή βρύση που πήγε να τα ποτίση. Τότες ξυπνούσαν και τα πουλάκια στα δέντρα κι άρχιζαν τους κελαϊδισμούς των. Τότες ακούστηκαν και τα ορνίθια, από τα σκόρπια ολόγυρα καλύβια στα λόγγα και στα χωράφια ανάμεσα.

Και σύρτε μάστε στα λογγά όσα μπορείτε ξύλα, π' ολονυχτύς πολλές φωτιές ως να χαράξει η μέρα να καίμε, και μεσούρανα να φτερουγίζει η λάμψη, μήπως οι άκουροι Αχαιοί βαρθούν και νύχτα ακόμα 510 πας στα πλατιά της θάλασσας να μας ξεκόψουν στήθια.

Ζωντάνεψαν τα μάρμαρα πούταν βουβά και κρύα Κ' έμμορφα βασιλόπουλα πεζά κι' αρματωμένα Ντυμένα μέσ' 'ς το μάλαμμα τα λόγγα πηλαλάνε Κι' απ' όλα των τα στόματα 'σαν μια φωνή γροικιέται: — Ποιος είν' αυτός οπώκαμε τέτοιο καλό μεγάλο Το βιο να του χαρίσουμε και ταις χρυσαίς κορώναις!

Ετράνταζε όλο το βουνό και σειώνταν τα λαγκάδια, Οι βράχοι ξερριζόνονταν κι’ αρχίναγαν να τρέχουν Στον φοβερόν κατήφορο, σα θεϊκή κατάρα.... Τ’ αγροίμια κατατρόμαξαν κι’ αρχίσαν πηλαλώντας Να τρέχουν τα βουνόπλαγα, σα τρομαγμένη αγέλη.... Οι πέρδικες προντίσανε, βουβάθηκαν τ’ αηδόνια Και πέταξαν περίτρομα σ’ άλλα βουνά και λόγγα.... Τα όρνια ξεπετάχτηκαν από τα γκρέμια μέσα Κι’ αφήκαν έρμες τες φωλιές και πέταξαν τ’ αψήλου.

Σκόρπαε τα ξηρά φύλλα τους και του βουνού τα στεγνά τσάχαλα, τα παράδερνε εδώ κ' εκεί 'ςτο χάος του αθέρα και τ άρριχνεν ύστερα ολόβολα μίλια μακριά από τη γη που τα σήκωσε κι από τα κλαράκια που τα 'κοψε. Σαν επέρασε μια στιγμή τ' ανεμόχολο, έλαμψε λίγο ο ήλιος 'ςτα λόγγα του Σκλούπου πέρα, και κατόπι δεν τον ξανάειδαμε ως την άλλη αυγή.