Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 22 Μαΐου 2025
Ο αληθινός δραματουργός αποβλέπει πρώτα πρώτα σ' ό,τι είναι χαρακτηριστικό και δεν επιθυμεί περισσότερο τα πρόσωπα του έργου του να είναι όμορφα ντυμένα παρ' όσο φροντίζει να είναι ωραίες φύσεις ή να μιλούν ωραία ταγγλικά. Ο αληθινός δραματογράφος πράγματι μας δείχνει τη ζωή κάτω από τις συνθήκες της τέχνης κι όχι την τέχνη στη φόρμα της ζωής.
Το γιο του τον είχε στείλει από την αυγή στα Γιάννινα με δυο φορτώματα ρύζια. Κι αυτός ανεβασμένος στο σπίτι για να πιή το ρακί ύστερ' από τ' ολόβολο μεροδούλι του, ακούμπησε στο παραθύρι για λίγο, και κυττάζοντας από κει τα βουνά απάνου ντυμένα με τη βασιλική τους πορφύρα, ξεχάσθηκε αγάλια αγάλια. Ξάφνου γροικάει στην αυλή φωνή. — Μάνα,... πούνε ο Λάμπρος;
Θυμήθηκε που είδε εις βιβλία κοριτσάκια ντυμένα με άνθη. Άνθος θέλω να γίνω και εγώ, καλή Νεράιδα, τέτοιο όμοιο διά να μένω πάντα εδώ. Ανόητα πράγματα μου ζητείς, απαντά η Νεράιδα. Το θέλω, λέγει, δεν δίδεις εσύ 'ς τα παιδιά ό,τι κι αν σου ζητούν; Και χαϊδευμένη καθώς ήτο η Ανθούλα, εκτύπησε με πείσμα το πόδι της. Αφού το θέλεις, είπε σοβαρά η Νεράιδα, ας γίνη.
Ζωντάνεψαν τα μάρμαρα πούταν βουβά και κρύα Κ' έμμορφα βασιλόπουλα πεζά κι' αρματωμένα Ντυμένα μέσ' 'ς το μάλαμμα τα λόγγα πηλαλάνε Κι' απ' όλα των τα στόματα 'σαν μια φωνή γροικιέται: — Ποιος είν' αυτός οπώκαμε τέτοιο καλό μεγάλο Το βιο να του χαρίσουμε και ταις χρυσαίς κορώναις!
Τα προγονικά κειμήλια που κρέμονταν στους τοίχους, ήταν πολλά κι αξετίμωτα. Ντυμένα στο χρυσάφι, βουτημένα στο αίμα, βαμμένα στον αθέρα της δόξας μοιάζανε με δράκους τυλιγμένους στ' άλυτα μάγια του καιρού.
Κι' αυτός ανεβασμένος στο σπίτι για να πιή το ρακί ύστερ' από τ' ολόβολο μεροδούλι του, ακούμπησε στο παραθύρι για λίγο, και κυττάζοντας από κει τα βουνά απάνου ντυμένα με τη βασιλική τους πορφύρα, ξεχάστηκε αγάλια αγάλια. Ξάφνου γροικάει στην αυλή φωνή. — Μάνα, . . . πούνε ο Λάμπρος; Ήτον η φωνή του παιδιού του, μισοκομένη φωνή, βγαλμένη απ' τ' αλαφιασμένα στήθια. — Τ' έπαθες μωρέ Φώτο;
Η Νοέμι άνοιξε την ντουλάπα για να ξαναβάλει εκεί το εργόχειρό της και οι μεντεσέδες έτριξαν μες στη σιωπή σαν χορδή βιολιού, ενώ ο ήλιος, τώρα πια χωρίς ακτίνες, έριχνε μια ροζ αναλαμπή στα ασπρόρουχα που ήταν τοποθετημένα επάνω σε ράφια ντυμένα με χαρτί τιρκουάζ.
Όσο να με πάρη ο ύπνος, έρριχνα τα μάτια μου 'ςτα ντυμένα βουνά του Δρύσκου και του Βασταβετσιού αντίπερα, οπού τα σκέπαζε μια αγανή καταχνιά γαλάζια, άκουα τους εύθυμους τραγουδιστάδες του καλοκαιριού, τους ζιζικάδες, παρέβαλλα τους ήχους οπ' έρχονταν από τα πέντε τσοκάνια των μουλαριών, κ' εκύτταζα μια κόκκινη πλουμιστή πασχαλίτσα, που κολλημένη απάνου 'ς ένα κίτρινο αγριολούλουδο, πούχε ανθίσει ανάμεσα 'ςτα χορτάρια και 'ςτα περιπλοκάδια του παλιού τοίχου, βύζανε το γλυκό χυμό του.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν