United States or Burundi ? Vote for the TOP Country of the Week !


Από την κωνική σκεπή, φτιαγμένη από καλάμια και βούρλα, που σκέπαζε τους τοίχους από ξερολιθιά και είχε μια τρύπα στη μέση για να βγαίνει ο καπνός, κρέμονταν αρμαθιές κρεμμύδια και μάτσα από αποξεραμένα βότανα, σταυροί από φοινικόφυλλα και κλαδιά από αγιασμένα βάγια, ένα ζωγραφισμένο κερί, ένα δρεπάνι για να διώχνει τους βρικόλακες και ένα σακουλάκι κριθάρι ενάντια στις πάνας.

Ανάμεσα όμως στα παιγνίδια είτανε στημένες μικρές και μεγάλες φωτογραφίες σε κορνίζες και στον τοίχο, όσο είτανε δυνατό πιο κοντά στο φως, κρέμονταν άλλες. Είταν εκεί εικόνες του μπαμπά και της μαμάς, των αδερφών κι όλης της οικογένειας.

Έτσι έκανε πάντα, κι' ο παπάς, που ήξερε αυτή την αδυναμία της, της έδινε αντίδωρο πρώτα απ' όλους, κι' αυτή, παίρνοντας τ' αντίδωρο, βγήκε τρεχάτη από την εκκλησιά, κρατώντας στο χέρι το αδειανό το ροΐ, και τράβησε ίσια γιό το σπιτοκάλυβό της. Και το ότι δεν είχε φέξει καλά, όταν γύριζε, κι' η συννεφιά η βαρειά, που κρέμονταν στον αιθέρα, έκαναν τον ουρανό μαύρον και φόβιον.

Δαμισκί σπαθί κρέμονταν με χρυσά λουριά από τη ζώνη του κατά το ζέρβιο πλευρό και πίσω από το γόνατό του κρύβονταν το κρανένιο απελατίκι του. Κι' απάνουόλ' αυτά, η λαμπράδα των ομματιών του και του κορμιού του η λεβεντιά έδειχναν ότ' ήτοντην καρδιά δράκος τούτος και λιοντάριτη δύναμη. Αρχοντιά κι ωμορφιά και στόλοςτο ανάστημα του όλο.

Πήγε πάλε στο παράθυρο και κύτταξε κάτω με πολλή θλίψη. Ο ήλιος βασίλευε στο αντικρυνό διάσελο. Μαύρα σύγνεφα κρέμονταν μπροστά του κ' έρριχαν στο μετόχι μαύρους ίσκιους, σα μεγάλες νυχτερίδες. Ο βραδυνός αέρας ερχόταν από τα χιονισμένα βουνά κρύος. Ανατρίχιασε κ' έκαμε να κλείση το παράθυρο. Μα την ίδια στιγμή αγνάντεψε πέρα δυο ίσκιους. Τους γνώρισε αμέσως.

Είπε· κι αυτός κατέβηκεν ευθύς απ' το κρεββάτι κι άρπαξε τώμορφο σπαθί που κρέμονταν αιώνια στο κέδρινο κρεββάτι του ψηλά σ' ένα παλούκι. Με τώνα χέρι του κρατεί το νιόκλωστο ζουνάρι, με τάλλο σέρνει το σπαθί μέσ' από το θηκάρι, θηκάρι καλοδούλευτο και κοσμοξακουσμένο.

Αυτά 'πε, και γλυκύτερα τα δάκρυα του αναβρύζαν, ενώ 'χε την αγαπητή και φρόνιμη συμβία, μ' όση χαρά την γη θωρούν αυτοί 'που κολυμβούσι, αφούτου ανέμου την ορμή και των χοντρών κυμάτων τους σύντριψε το δυνατό καράβι ο Ποσειδώνας, 235 και απ' την αφράτη θάλασσατην άκρη κολυμβώντας βγαίνουν ολίγοι, και πυκνή κολλάτα σώματ' άρμη, και όλοι χαρά την γη πατούν, ως έφυγαν το χάρο· με τόσην έβλεπε χαρά τον άνδρα της εκείνη, καιτον λαιμόν του κρέμονταν με τα λευκά της χέρια. 240 κ' η ροδοδάκτυλη Ηώ θαύρισκε αυτούς να κλαίουν, αν άλλο δεν σοφίζονταν η γλαυκομμάτ' Αθήνη.

Είχε μια σειρά κοραλλιών γύρω από τον μακρύ, κιτρινωπό και ρυτιδιασμένο λαιμό της. Δυο χρυσά σκουλαρίκια κρέμονταν στ’ αυτιά της σαν λαμπερές σταγόνες που δεν έλεγαν να πέσουν. Έμοιαζε να έχει ξεχάσει, γερνώντας, να βγάλει από πάνω της τα κοσμήματα αυτά της νιότης της. «Η Παναγιά μαζί σου θεια-Ποτόι. Πώς τα περνάτε; Το αγόρι έμεινε εκεί πάνω, αλλά απόψε θα γυρίσει

Και πήγαινε, πήγαινε, στη σειρά με τους ζητιάνους, επάνω , επάνω, μέσα από την πράσινη κοιλάδα της Μαμογιάντα, επάνω, επάνω, προς το Φόνι, μέσα από μονοπάτια πάνω από τα οποία, μες το συννεφιασμένο βράδυ, κρέμονταν τα βουνά του Τζεναρτζέντου παίρνοντας φανταστικές μορφές από τείχη, κάστρα, κυκλώπειους τάφους, ασημένιες πολιτείες, γλαυκά δάση σκεπασμένα με ομίχλη.

Τα προγονικά κειμήλια που κρέμονταν στους τοίχους, ήταν πολλά κι αξετίμωτα. Ντυμένα στο χρυσάφι, βουτημένα στο αίμα, βαμμένα στον αθέρα της δόξας μοιάζανε με δράκους τυλιγμένους στ' άλυτα μάγια του καιρού.