United States or Sweden ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ας δώση τόποντην οργήν η λύπη· την καρδιά μας να μη την πνίξ' η λύπη μας, να την ανάψη! ΜΑΚΔΩΦ Τώρα 'σάν γυναικός τα 'μάτια μου να κλαίουν ημπορούσαν, κ' η γλώσσα μου να φλυαρή. Αλλ' όχι! — Ω Θεέ μου μη συγχωρής αναβολήν! στήθος με στήθος φέρε εμένα και τον δαίμονα εκείνον της Σκωτίας! Να με χωρίζη απ' αυτόν, το μάκρος του σπαθιού μου, κι' όσον γλυτώση απ' εμέ, τόσο καλό να εύρη!

Η ψυχή της μεγάλης τέχνης δεν είνε όγκος, όστις δύναται να προσπέση εις τας αισθήσεις σου ευθύς αμέσως· είνε έν σημείον ελάχιστον· σου διέφυγε το σημείον αυτό; σου διέφυγεν ολόκληρος η ψυχή της· δεν ενόησες τίποτε. Ξεύρεις; αι γυναίκες κλαίουν συνήθως, αλλά μη δίδης εις τούτο προσοχήν πάντοτε.

Εάν οι κροκόδειλοι εγνώριζον πώς κλαίουν αι γυναίκες, βλέποντες κανένα κλαίοντα μεταξύ αυτών, θα έλεγον προς χλευασμόν του: — Κύτταξε! αυτός ο κροκόδειλος κλαίει σαν γυναίκα. Μη εμπιστεύεσαι εις τας χείρας, όσον επιμελώς και αν εκαθαρίσθησαν από μιας κηλίδος· έφτιασε και το λελέκι άλλην μια φωληάν παρέκει, μα δεν πρόφθασε να μείνη και τη λέρωσε κ' εκείνη!

Πώς! μένεις ακίνητος; Αν ούτω πως εξαφανίζεσαι, λέγεις εις τον κόσμον ότι δεν αξίζει τον κόπον ούτε να τον αποχαιρετήση τις. ΧΑΡΜΙΟΝ. Ξέσπασε, σύννεφο πυκνό, και βρέξε, διά να ημπορέσω να ειπώ ότι κλαίουν και οι θεοί αυτοί! ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Τούτο με καταισχύνει.

Αλλ' ακούω, μα τον Δία, και την μητέρα του Δαμασίου, η οποία κλαίει και μοιρολογεί με άλλας γυναίκας τον Δαμασίαν, Μόνον σε, ω Μένιππε, δεν κλαίει κανείς, αλλά σε αφίνουν μόνον και ήσυχον. ΜΕΝ. Όχι δα• μετ' ολίγον θ' ακούσης τα σκυλιά να κλαίουν συγκινητικώτατα δι' εμέ και τα κοράκια να κτυπούν τα πτερά των, όταν θα συναχθούν να με θάψουν. ΕΡΜ. Είσαι γενναίος, Μένιππε.

ΜΑΚΔΩΦ Καλλίτερα ν' αδράξωμεν το φονικό σπαθί μας, κι' ας τρέξωμεντον τόπον μας τον καταπατημένον, ωσάν γενναίοι άνθρωποι! Αυγή δεν ανατέλλει που χήρες δεν μοιρολογούν και ορφανά δεν κλαίουν, που νέος θρήνος 'ς τ' ουρανού την όψιν δεν ξεσπάνει·κι' αντιλαλεί ο ουρανός 'σάν να πονή μαζί μας και κάθε λύπης συλλαβήν κι' αυτός αντιβοΰζει!

Με αυτό και μάνα, και πατέρας, και ο Τυβάλτης, και εγώ, και ο Ρωμαίος κι’ όλοι, όλοι μου φαίνονται νεκροί, και όλοι σκοτωμένοι! Εξωρισμένος! Θάνατος η λέξις είναι τούτη! ω! Θάνατος αμέτρητος κι’ οπού δεν έχει άκρην! λόγια δεν έχει τον καϋμόν αυτόν να τον εκφράζουν.... — Πού είναι ο πατέρας μου; η μάνα μου πού είναι; ΠΑΡΑΜΑΝΑ Εις του Τυβάλτη τον νεκρόν μοιρολογούν και κλαίουν.

ΠΟΛ. Δεν είνε δύσκολον να 'πω και αυτά εις τους ωραίους και ισχυρούς. ΔΙΟΓ. Και εις τους πτωχούς, ω Λάκων, — διότι πολλοί μεταξύ αυτών είνε οι λυπούμενοι διά την τύχην των και καταρώμενοι την πενίανλέγε να μη κλαίουν, ούτε να οδύρωνται και να διηγηθής την ισοτιμίαν η οποία επικρατεί εδώ και ότι εδώ θα ίδουν τους εκεί πλουσίους κατ' ουδέν καλλιτέρους από αυτούς.

Αυτός άφησε μίαν γυναίκα χήραν και δύω υιούς να κλαίουν την ορφάνιαν ενός αγαθού πατρός. Τον πρώτον του υιόν αφού τον επρόκοψεν αρκετά εις τον δρόμον της σπουδής και της αρετής, ζων ακόμη, τον έστειλεν εις Ναύπλιον να συναγωνισθή με τους άλ- λους ομογενείς του. Όσοι εγνώριζαν τον Βηλαρά, όλοι ήσαν ομόφωνοι διά την πολυμάθειάν του.

Ο δε Απολλόδωρος και προηγουμένως δεν έπαυε διόλου από του να κλαίη, και τώρα, αφ' ού εξέβαλε δυνατόν βογγητόν κλαίων και στενάζων, έκαμεν όλους τους παρευρισκομένους να κλαίουν, εκτός μόνου του Σωκράτους. Αλλά ησυχάσατε, παρακαλώ, και δείξατε γενναιότητα. Και ημείς, άμα ηκούσαμεν αυτά, εντράπημεν και εκρατήσαμεν τα δάκρυά μας.