Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 1 Μαΐου 2025


Μην τα ξεσυνερίζεσαι τα λόγια της, κουμπάρε, διεμαρτύρετο λέγων ο σύζυγος. — Το δικό μου θα περάση, το δικό μου! επέμενε πάλιν η συμβία. — Και τι; θα με κουμαντάρης εσύ; έκραζεν απειλητικώς ο Σπληνογιάννης. — Σας παρακαλώ . . . ησυχάσατε τώρα, παρενέβαλλε διά της μελιχράς και θωπευτικής φωνής του ο Λάμπρος ο Βατούλας.

Υπάγετε τώρα, παιδία μου, ησυχάσατε... μη κλαίετε πλέον... θέλομεν ανταμωθή πάλιν... αν όχι επί της γης... βεβαίως όμως εις τον ουρανόν. » Ταύτα ειπών εσιώπησεν· ημείς δε οδυρόμενοι επέσαμεν επί της κλίνης του, καταφιλούντες τας χείρας του· ο δε γέρων και πάλιν μας ησπάζετο και μας ηυλόγει. Αλλ' εισελθών ο ιατρός, και ιδών την συγκινητικήν εκείνην σκηνήν, μας προσεκάλεσε να εξέλθωμεν.

Αλλ' ότε η λέμβος προσωρμίσθη και επήδησαν οι ναύται εις την ξηράν, τότε η σιωπή ελύθη και επήλθε ταραχή και σύγχυσις, διότι πάντες, συνωθούμενοι επί των βράχων, ανυπομόνουν θέλοντες να επιβιβασθώσιν.!Ήσαν δε πολλοί οι φεύγοντες, και η λέμβος μικρά. Η ηχηρά του ναυκλήρου φωνή και των ναυτών οι βραχίονες εχαλίνωσαν του πλήθους την ανυπομονησίαν.― Ησυχάσατε, εφώναζε. Θα σας πάρωμεν όλους.

Θα έχη . . . φτάνει πλεια, νισάφι, τόσον καιρό που μένετε αλιβάνιστοι . . . Ετοιμάσου, κυρά μου, να στολιστής ταχύ-ταχύ να πάμε . . . Ο άνδρας σου θα έστρεψε το δρόμο κ' επήγε σε κανένα καλύβι να βρη κανένα φίλο του . . . ίσως πήγε να ψωνίση τίποτε ξερή μυζήθρα και πρωτογαλιά φρέσκη για αύριο . . . Ησυχάσατε . . . Κι' όπου είνε, θα φτάση.

Ο δε Απολλόδωρος και προηγουμένως δεν έπαυε διόλου από του να κλαίη, και τώρα, αφ' ού εξέβαλε δυνατόν βογγητόν κλαίων και στενάζων, έκαμεν όλους τους παρευρισκομένους να κλαίουν, εκτός μόνου του Σωκράτους. Αλλά ησυχάσατε, παρακαλώ, και δείξατε γενναιότητα. Και ημείς, άμα ηκούσαμεν αυτά, εντράπημεν και εκρατήσαμεν τα δάκρυά μας.

Ούτος δεν είχε πολλήν περιέργειαν εις τας θορυβώδεις σκηνάς, και δεν ηγάπα άλλους επίσκέπτας πλην των συνήθων οινοποτών. — Ησυχάσατε! έλεγεν ο Τρανταχτής. Τι έτρεξε; — Μη ζυγόνετε, Γύφτοι! έκραξεν ο Σκούντας. Ιδών ούτος το ερεθιστικόν της σκηνής ταύτης, ενόμισε καλόν να κάμη τον ανδρείον. — Ειπέτε μου εμένα, τι θέλετε; είπεν ο Τρανταχτής, επιθυμών να γείνη διαιτητής.

Παρεκάλει αδιακόπως τον μάγειρον να τον ρίψη εις τον τέντζερην, αλλ' ο μάγειρος, πειραζόμενος απ' αυτό, δεν τον ήκουεν. Όσον δι' εμέ, δεν βλέπω διατί, μα την αλήθειαν, ένα βραστό κολοκύνθι Ντεζουλιέρ δεν θα ήτο θαυμάσιον φαγητόν; — Με εκπλήττετε, είπα και έρριψα εις τον κ. Μαγιάρ ένα ερωτηματικόν βλέμμα. — Α! Α! Είπεν ούτος. Απλώς αστείο! Ησυχάσατε, κύριε. Ο κύριος αυτός είναι ένα πειραχτήρι.

Είπαμε πως ο πόλεμος έγινε για να πάρουμε Οθωμανικά χώματα, να τα μοιραστούμε, να τα κάνουμε δικά μας. Γι' αυτό κάναμε τον πόλεμο; Δεν ξέρω, μα σ' ένα γράμμα που έλαβα από κείνα τα μέρη, διαβάζω τούτο: «Εσείς, με το να έχετε φτάσει στη Θεσσαλονίκη, ησυχάσατε και ξεκουράζεστε τώρα απάνω στις δάφνες σας.

Εξήλθεν εις την θύραν όπως μάθη τι συνέβανε, φορών έτι τα εμβλήματα της ιερωσύνης, ά περιεβάλλετο κατά τας τελετάς, ή κατά τας παρωδίας εκείνας. Ο Θεόδωρος πλήρης φόβου και ανησυχίας έσπευσε προς αυτόν. — Δεν ειξεύρω. Δεν είνε τίποτε. Ένα σκυλί φωνάζει. Ησυχάσατε, κύριέ μου. Φταίγει αυτός ο κούτσαυλος, οπού μου έφερεν εδώ αυτό το μανδρόσκυλο.

Τι έκαμα εγώ! είπε συνάψας τας χείρας. Τώρα βλέπω ότι κακά έκαμα! Γμου, Γρου! Να έσπαζα το ποδάρι μου. Να έβγαζα το λαιμό μου. Τζάνουμ μη χτυπιέσθε έτσι. Χμου, Γρου! Μάχτο, φεύγα, μη κτυπάς. Θα σε σκοτώσουν, Μάχτο! Ε, δεν κάνετε ήσυχα. Κύτταξέ τους! Βούγκο! άκουοε τον πατέρα σου. Λυσσασμένοι είστε όλοι. Ωχ, καϋμένος! Ησυχάσατε, και μη κάμετε τόσο άσχημα.

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν