Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025


Άλλοι φεύγουν. » Πλην όσοι απ' το σκοτωμό » Δεν' μπόρεσαν να έβγουν, » Από τους τούρκους σφάζονται, «'Σ το πέλαγο πετιώνται.» «'Σα λυσσασμένοι τα σκυλιά, » Τα τέκνα του Δερβίση, » Εσκότωναν, οι άπιστοι, » Σαν πεινασμένοι λύκοι, » Που 'μπένουνετα πρόβατα » Σκορπίζουνε τη φρίκη. » Πέρασαν 'μέραις κ' η σφαγή » Δεν είχε ακόμα σβύσει

Τι έκαμα εγώ! είπε συνάψας τας χείρας. Τώρα βλέπω ότι κακά έκαμα! Γμου, Γρου! Να έσπαζα το ποδάρι μου. Να έβγαζα το λαιμό μου. Τζάνουμ μη χτυπιέσθε έτσι. Χμου, Γρου! Μάχτο, φεύγα, μη κτυπάς. Θα σε σκοτώσουν, Μάχτο! Ε, δεν κάνετε ήσυχα. Κύτταξέ τους! Βούγκο! άκουοε τον πατέρα σου. Λυσσασμένοι είστε όλοι. Ωχ, καϋμένος! Ησυχάσατε, και μη κάμετε τόσο άσχημα.

Τι γυρεύεις από μένα, εσύ; Μήπως έρχομαι εγώ να σε βρω; Όλοι εσείς σ’ εμένα έρχεστε, όταν η πείνα ή το βίτσιο σας σπρώχνουν. Ήρθε ο ντον Τζάμε, ήρθαν οι κόρες του, ήρθε ο εγγονός του. Ήρθες κι εσύ, φονιά! Και όταν έχετε ανάγκη είστε καλοί, μετά όμως γίνεστε άγριοι σαν λυσσασμένοι λύκοι. Φύγε…

Μα τι κατάλαβες που βρεθήκαμε έρμοι και μοναχοί σαν πλάκωσε το κακό από την Ανατολή! Τα ίδια της Χίος, μόνο κάτι μικρότερα. Πήραμε όλοι μας τα βουνά. Είτανε νύχτα, και τρέχανε σα λυσσασμένοι κατόπι μας. Μα μεις ξέραμε τα κατατόπια, κι αυτοί δεν τάξεραν. Κ' έτσι γλύτωσαν πολλοί, αν και το χωριό μας ρημάχτηκε. Μα εγώ τέτοια τύχη δεν είχα.

Αχ, τα πλερώσαμε όλα με γυναικόπαιδα και με σπιτικά, τότες που γυρίζανε λυσσασμένοι και έσερναν ανατολικά οι καταραμένοι! είπε με βαρύ αναστεναγμό ο Αλεξαντράκης. Κ' ήρθε, θαρρώ, η ώρα νακούστε και το τι τράβηξε αυτό το χωριό, εκεί που κανένας μας μήτε τουφέκι πια δε σήκωνε μήτε σημαία δεν κράταγε. — Την παλιά τους την τέχνη, φωνάζει ο Σφακιανός.

Οι κατάδικοι του Τρία λυσσασμένοι, μανιακοί, σωστοί δαιμόνοι κολασμένοι του πήδησαν του Βλαχογιώργου πίσωθε, παίζοντας τα λεπίδια στον αέρα ξεμανίκωτα. Οι φαντάροι με τις λόχες, τους μπήκαν μπροστά, να κόψουνε το φοβερόν το δρόμο τους. Λαχανιασμένος, ξέψυχος, με την πνοή στα χείλη ο Βλαχογιώργος, στα πόδια τόβαλε. Σαστισμένος φέβγοντας αγνάντια έπεσε πάνω στους κατάδικους των άλλω δωματίων.

Τότε για να προφυλαχθή από τις δόλιες ξέρες επόδιζε η γολέτα. Μα ενώ λυσσασμένοι εβλαστημούσαμε που το εχάναμε, εκείνο εφαινόταν πίσω στο πίκι, να στυλώνη τα κρασάτα μάτια του κατά τον καπετάνιο με μίσος. Και μόλις εκείνος εξάμωνε το ντουφέκι, έρριχνε τη φωνή του βρυσιά και περιγέλασμα, κ' επετούσε κλωθογυρίζοντας εδώ κ' εκεί, μ' ένα πέταγμα τρεμουλιαστό και βαρύ και άταχτο σαν μεθυσμένο.

Φονειάδες λυσσασμένοι Τον έσπρωχναν να περπατή και τα γεράματά του Περιγελούσανε σκληρά: — » Τη λαγουριά σου χτύπα... «Εμπρός... κ' οι λύκοι, ποιστικέ, θα φαν τα πρόβατά σου.» — Τον έσυραν 'σε μια αδειά... Πέφτειτη γη... Σταυρόνει Τα χέρια να τον κόψουνε... «Εμπρός... εμπρός... Δεσπότη Δεν έχεις σβέρκο για σπαθί... Ακαίρηος θα πεθάνεις.» — Μουγκρίζει ο ανεμοστρόβιλος.

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν