United States or Suriname ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σε μια εποχή αλλοτεσινή, που πονηριαίς και δόλοι, Το κύρος είχαν δυνατό στην οικουμένην όλη, Γιατί το Ψέμα τολμηρό με πλάνον είχε φτάση, Τον εαυτό τουτων πολλών τη γνώμη να θρονιάση, 20 Με παρρησία στο κοινό όπου ήθελε να τρέχη, Ελεύτερο, ανεμπόδηγο, και κόπον να μην έχη. Να περπατή με σοβαρό, με περιφάνιας ήθος, Και να τρομάζη των μικρών και των τρανών το πλήθος.

Σε μια εποχή αλλοτεσινή, που πονηριαίς και δόλοι, Το κύρος είχαν δυνατό στην οικουμένην όλη, Γιατί το Ψέμα τολμηρό με πλάνον είχε φτάση, Τον εαυτό τους των πολλών τη γνώμη να θρονιάση. Με παρρησία στο κοινό οπού ήθελε να τρέχη, Ελεύτερο, ανεπόδηγο, και κόπον να μην έχη. Να περπατή με σοβαρό, με περιφάνιας ήθος, Και να τρομάζη των μικρών και των τρανών το πλήθος.

Από τίποτις δεν ξέρουν αφτοί, μήτε από δρόμους, μήτε από ουρανό, μήτε από ζωή. Νομίζουν ίσως πως όλο το έθνος θα περπατή με τη γραμματική στο χέρι, θα ψάχνη στα βιβλία πώς λέγεται η γενική της οδού! Αν είναι όμως όλο το έθνος να βαδίζη με τη γραμματική στο χέρι, δεν υπάρχει έθνος. Μήτε αγρονομία τότες υπάρχει, μήτε στρατός, μήτε τίποτις! Γραμματισμένο έθνος δε φάνηκε ποτέ.

Τον βάζουν να κλίνη δεξιά, αριστερά, να βγάζη την τουφεκόβεργα, να ξαναβάζη την τουφεκόβεργα, να πέφτη πρηνηδόν, να πυροβολή, να περπατή γρήγορα και του δίνουν τριάντα ξυλιές· την επομένη κάμνει την άσκηση του κάπως λιγώτερο άσκημα και τρώει μόνο είκοσι ξυλιές· τη μεθεπομένη του δίνουν μόνο δέκα και θεωρείται από τους συντρόφους του ως θαύμα.

Κατέβα της λέω, τι κάνεις αυτού πάνου τόσες ώρες; Κι αυτή ανΤι να μ' ακούση, ανΤι να κατεβή, ανέβαινε στα πιο απάνου κλαριά, και μούλεγε πως της αρέσει έτσι σαν πουλί, πως θα ήθελε να βρίσκεται πάντα ψηλά, πως δεν μπορεί να περπατή στη γις, κι άλλες τέτοιες ανοησίες.

Ένας γέρος χειρούργος εγιάτρεψε τον Αγαθούλη σε τρεις βδομάδες με μαλαχτικά διδαγμένα από το Διοσκορίδη. Είχε τώρα λιγάκι δέρμα και μπορούσε να περπατή, όταν ο βασιλιάς των Βουλγάρων κήρυξε πόλεμο στο βασιλιά των Αβάρων. &Πώς ο Αγαθούλης έφυγε από τους Βουλγάρους και τι απόγινε& Τίποτε δεν ήτανε τόσο ωραίο, τόσο ευκίνητο, τόσο καλά συνταγμένο σαν τα δυο εχθρικά στρατεύματα.

Είχε καρδιά ή δεν είχε, είταν πεπρωμένο η φλόγα αφτή να την αγγίξη, γιατί αγάπη τέτοια δε στάθηκε στον κόσμο ποτές και ποιος μπορεί να ξεφύγη, όταν αγαπάς με τόση ζάλη, με τόση ορμή; Είταν αδύνατο η Λέλα να μείνη αδιάφορη και κρύα, να περπατή με το μαλακό της το χαμογέλοιο, κι όταν την αντάμωνα, ήσυχα να διαβαίνη και μόλις να με βλέπη.

Απάνω από το μαύρο φόρεμα, που φορούσε πάντα τώρα, είχε ριγμένο ένα ανοιχτόχρωμο επανωφόρι και το παράθυρο είταν ανοιχτό. Έσκυβε κάτω κ' ένευε ανυπόμονη γιατί δεν την παρατήρησα αμέσως κ' έτρεμε από συγκίνηση για τη χαρά, που θα ένοιωθα βλέποντάς την πως σηκώθηκε και πως μπορούσε να περπατή μόνη.