Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 11 Μαΐου 2025


«Φίλε, σήκωσε το μαντύα σου, κατέβα στο νερό, και βάστηξε τη Βασίλισσα, αν δηλαδή δε φοβάσαι, έτσι τσακισμένο που σε βλέπω, μη λυγίσης στη μέση του δρόμου». Ο προσκυνητής πήρε τη Βασίλισσα στα χέρια του. «Φίλε» του είπε κείνη σιγά. Έπειτα ακόμη σιγώτερα: «Κάνε να πέσης στον άμμο». Σαν έφθασε στην όχθη, εσκόνταψε κι' έπεσε, κρατώντας τη Βασίλισσα σφιγμένη στα χέρια του.

Κατέβα της λέω, τι κάνεις αυτού πάνου τόσες ώρες; Κι αυτή ανΤι να μ' ακούση, ανΤι να κατεβή, ανέβαινε στα πιο απάνου κλαριά, και μούλεγε πως της αρέσει έτσι σαν πουλί, πως θα ήθελε να βρίσκεται πάντα ψηλά, πως δεν μπορεί να περπατή στη γις, κι άλλες τέτοιες ανοησίες.

Συ, αχρείε! κακούργε, αχρείε, με γλυκόγελοτα χείλη! Πού είσαι, Κύριέ μου; Ο Θεός να τον φυλάξη. Γένοιτο. Ω Κύριέ μου, ω! ΑΜΛΕΤΟΣ Καλέ μου, ω πουλί μου , έλα, κατέβα! Εισέρχονται ΟΡΑΤΙΟΣ και ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ Τι συμβαίνει, Κύριέ μου; ΟΡΑΤΙΟΣ Τι νέα, Κύριε; ΑΜΛΕΤΟΣ Θαυμαστά! ΟΡΑΤΙΟΣ Δεν μας τα λέγεις, καλέ μας Κύριε; ΑΜΛΕΤΟΣ Όχι· τα κοινολογείτε. ΟΡΑΤΙΟΣ Εγώ 'χι, Κύριε, 'ς τον Θεόν.

Τότε ο γέρων ευρίσκοντας ένα πηγάδι βαθύ λέγει· κατέβα εις ετούτο το πηγάδι, ω υιέ μου, το οποίον ελπίζω να έχη καλά μαργαριτάρια, και αφού γεμίσης ετούτα τα σακκιά, φώναξέ μου διά να σε εβγάλω. Ευθύς εγώ τον επήκουσα χωρίς να του εναντιωθώ και εκατέβηκα δεμένος με ένα σχοινίον, το οποίον το εκρατούσεν ο γέρων διά να μην πέσω.

Θαρρείς πως την ακούς τη γλυκειά τους φωνή, πως τα βλέπεις τα μαργαριταρένια τα δόντια. Κατέβα τώρα στάλλα τα κάλλη, που σαν ολοφέγγαρο λάμπουν. Άλλο δε βλέπεις παρά λαιμό ολοστρόγγυλο, μαλακόχνουδους ώμους, και στήθια χιονάτα. Ο νους σου χάνεται στο σιγανοσάλευτο εκείνο το λακκουδάκι.

ΑΓΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡ. Πιστοί οι λόγοι της Προφήτισσας. Στης εκκλησιές με σεβασμό ν' ακούτε όσους έχουν μυστικές κουβέντες με το Πνεύμα του Κυρίου, όσους την σκεπασμένην όψι βλέπουν κάθε μυστηρίου, Λυπήσου τα νειάτα, την τόση σου χάρι, το πείσμα παράτα, κατέβα στη στράτα και σ' όλη τη Θεσσαλονίκη μπρος, περήφανος κι' ως άλλοτε λαμπρός, θυσίασε το το κριάρι στου Ηρακλέα το βωμό με σεβασμό!

Κατέβα να σου τη μαυρίσω τη ράχη σου, που μια φορά πήγες να μυριστής και συ αρραβώνα, και πήγε στραβά η μύτη σου σαν τη μούρη σου. Πιπ. Και δεν το βλέπεις, κουτόμυαλη; Δε βλέπεις πως το φοβήθηκαν το παπαδοπαίδι και μάνη μάνη τα ταιριάξανε μ' αυτόν τον ξένο, μην τύχη και ρεζιλευτή το κορίτσι; Έννοια σου δα, και σαν πήγα και γω στα παιχνίδια, να! — τα είχα στημένα ταυτιά μου.

Και καθώς κοίταζα τους τάφους συλλογισμένος, θάρρεψα πως άκουσα φωνή από τα σπλάχνα της γης, και μου έκραζε: «Παιδί μου, κρίμα, κρίμα στα χρόνια σου! Δε θα γυρίσουν τα χρόνια σου πια! Τίποτε, τίποτε δε μας έκαμες! Πάει πια τώρα! Κατέβα και συ κάτω στη μαύρη τη γης. Έλα να σμίξης τα κόκκαλά σου με τα δικά μας

3ος ΘΕΣΣΑΛ. Λυπήσου τα νειάτα, την τόση σου χάρι, το πείσμα παράτα. Κατέβα στη στράτα και σ' όλη τη Θεσσαλονίκη 'μπρός, περήφανος κι' ως άλλοτε λαμπρός, θυσίασέ το το κριάρι στου Ηρακλέα το βωμό με σεβασμό!

Βοσκούλα μαυρομάτα μου της ερημιάς νεράιδα, Μάγισσα της σπηλιάς ξανθή και του βουνού καμάρι, Γιατί ανεβαίνεις τον γκρεμό και το στεφάνι απάνου Και κόβεις μήλα αφ' τη μηλιά, την παραφορτωμένη Και καρτεράςτο διάσελο, το μονοπάτι πιάνεις, Με το κοπάδι να διαβώ να με πετροβολήσης, Να μου προγγάς τα πρόβατα, να μου σκορπάς τα γίδια, Και να γελάς, να χαίρεσαι; Κατέβα εδώ, 'ς εμένα.

Λέξη Της Ημέρας

αργογλιστρά

Άλλοι Ψάχνουν