Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 3 Μαΐου 2025


Ειπέ εις τον Αλεξά να μάθη και περί του αναστήματός τηςΛυπήσου με, Χάρμιον, αλλά μη μου ομιλήςοδήγησέ με εις το δωμάτιόν μου. Παρά το Μισηνόν. ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Έχω τους ιδικούς σας ομήρους και σεις τους ιδικούς μου, ώστε δυνάμεθα να συνδιασκεφθώμεν πριν ή συμπλακώμεν.

3ος ΘΕΣΣΑΛ. Λυπήσου τα νειάτα, την τόση σου χάρι, το πείσμα παράτα. Κατέβα στη στράτα και σ' όλη τη Θεσσαλονίκη 'μπρός, περήφανος κι' ως άλλοτε λαμπρός, θυσίασέ το το κριάρι στου Ηρακλέα το βωμό με σεβασμό!

ΡΩΜΑΙΟΣ Εξορίαν! Λυπήσου με, και πρόφερε θανάτου καταδίκην! Μου είναι κι’ από θάνατον πλέον φρικτή και μαύρη η εξορία! Πάτερ μου, μη λέγης εξορίαν. ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Εξορισμένος απ' εδώ, απ' την Βερώναν, είσαι. Υπομονή, υπομονή! Μεγάλος είν' ο κόσμος. ΡΩΜΑΙΟΣ Κόσμον δεν έχει δι’ εμέ απ' την Βερώναν έξω· δεν έχει παρά κόλασιν, και βάσανα και θρήνον!

Η Χρυσούλα ερρίχθηκε στον αδερφό της κολλιτσίδα: — Λυπήσου τον, λυπήσου τα παιδιά μου· βάλε τον μέσα γρεντή. — Μωρέ, αδερφή, τον λυπούμαι μα τι να του κάμω· έλεγεν εκείνος στενοχωρημένος. Βλέπεις που εξόδεψα τα μαλλοκέφαλά μου σ’ αυτό. Θέλεις να μην το ξαναϊδώ; Έχει κακοτυχιά ο άνθρωπος· μάλαμα πιάνει στάχτη γένεται. Δεν τον θέλει η θάλασσα. Ας πιάση στη στεριά δουλειά να τον βοηθήσω όσο μπορώ.

Έλα, άφησε αυτή τη στάση· μάθε ότι εγώ είμ' αρκετός να σε ξαρματώσω τώρα με τούτο το ραβδί, και να κάμω να πέση το σπαθί σου. ΜΙΡ. Αν μ' αγαπάς, πατέρα! ΠΡΟΣΠ. Άφησέ με, μην πιάνεσαι από τα ρούχα μου. ΜΙΡ. Αφέντη, λυπήσου με· εγώ του γένομ' εγγυήτρα. ΠΡΟΣΠ. Σιωπή! Αν ειπής ένα λόγο ακόμα, με κάνεις να σε μαλώσω, και μη χάσης και την αγάπη μου! Να μιλής εσύ για έναν ψεύτη!

Και δίπλα πάλι η μάννα του θρηνούσε κι' ανοιγμένο κρατούσε μ' ένα χέρι της τον κόρφο, και με τ' άλλο 80 σηκώνει απάνου το βυζί και κράζει με λαχτάρα «Γιε μου Έχτορα, σεβάσου αφτά, λυπήσου με κι' εμένα, κι' η δόλια αν σούδωκα ποτές πονομαλάχτη κόρφο, θυμήσου το έλα, αγόρι μου, και τον οχτρό σου μέσα έμπα και χτύπα απ' το καστρί, μην τ' αντιστέκεις μόνος, 85 τι αν σε σκοτώσει, ω γόϊ κι' αλί! στο στρώμα στολισμένο δε θα σε κλάψω, αστέρι μου, εγώ η πικρή σου μάννα, μήτε η γυναίκα σου η χρυσή, μόνε ταχιά μακριά μας στα πλοία πέρα των οχτρών θα σε σπαράξουν σκύλοι

Είναι τόσος καιρός που την περίμενα! — Φίλε ο Θεός να σας προστατεύη. Τι νέα έχετε από τη Βασίλισσα; — Αλλοίμονο! Κακά νέα. Ο Βασιληάς την αγαπάει και την τιμάει. Μα αυτή από τότε πώφυγες, μαραίνεται και κλαίει για σένα. Α! γιατί να γυρίσης κοντά της; Γυρεύεις πάλι το θάνατό της και το δικό σου; Τριστάνε λυπήσου τη Βασίλισσα, άφησέ την στην ησυχία της. — Φίλε, είπεν ο Τριστάνος.

Αυτά' 'πε κείνος, κ' έπιασεν αυτούς αχνή τρομάρα, και από τον δίεθρο καθείς εκύττα πώς να φύγη. μόνος τότ' ο Ευρύμαχος απάντησέ του κ' είπε· «Αν ήλθες ο Ιθακήσιος μ' αλήθειαν Οδυσσέας, 45 δικαίως συ των Αχαιών ταις πράξαις κατακρίνεις, 'που ανόμησαντο σπίτι σου πολλά καιτον αγρόν σου. αλλ' ήδη κείτεται νεκρός ο πρώτος αίτιος όλων, ο Αντίνοος· ότι ωργάνιζε τα έργα τούτα εκείνος. και τόσο δεν τον βίαζε του γάμου ανάγκ' ή πόθος, 50 αλλ' έτρεφ' άλλατην ψυχή, — κ' εμπόδισε ο Κρονίδης,— να γείνη της καλόκτιστης Ιθάκης βασιλέας εκείνος και το τέκνο σου με δόλο να φονεύση. τώρ', αφού τούτος έπεσεν ως του 'πρεπε, λυπήσου συ τον λαόν σου· και απ' εμάς κοινώς όλα θα λάβης, 55 όσο σου εφαγωθήκαντο σπίτι κ' επιοθήκαν, και πρόστιμ' είκοσι βωδιών καθείς μας θα σου φέρη, 'ς τόσο χρυσάφι και χαλκόν, η οργή σου να πραΰνη· ως τότ', εάν αγανακτείς, κατάκρισιν δεν έχεις».

Εις τα γόνατά σου πέφτω και σε παρακαλώ, λυπήσου με, καθώς, με βλέπεις, εις την δυστυχίαν μου. Αν δεν έχω τους κλάδους των ικετών, όμως καταθέτω τα χέρια μου εις τα γόνατα σου. ΟΡΕΣΤΗΣ Τι τρέχει; Μήπως έχω λάθος ή είναι αυτή η κόρη του Μενελάου, η βασίλισσα αυτών των ανακτόρων; ΕΡΜΙΟΝΗ Αυτή είναι που μοναχοκόρην την εγέννησε η Ελένη η κόρη του Τυνδάρου. Δεν έχεις λάθος.

Απίθωσε τον μοναχογυιό της κάτω απ' την εικόνα, άναψε ένα κερί ίσα με το μπόι του στον άγιο και παρακάλεσε γονατιστή: «ΆηΣτυλιανέ μου, σωτήρα των παιδιών του κόσμου, λυπήσου με κ' ελέησέ με. Σου παραδίνω το μονάκριβό μου. Βάλε το χεράκι σου απάνω του, να ζήση και να μεγαλώση, να μοιάση του πατέρα του». Αυτά είπε η φτωχή η Δροσούλα, ποτίζοντας με δάκρυα τις πλάκες της εκκλησιάς.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν