United States or Heard Island and McDonald Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πόσο κάθησα έτσι εκεί, δεν το θυμούμαι, θυμούμαι μόνο πως νύχτωσε και πως τρόμαξα όταν ένοιωσα πως η γυναίκα μου είτανε γονατιστή μπροστά μου κι ακκουμπούσε το κεφάλι της στα χέρι μου. Είχε ρθει τόσο σιγά, ώστε δεν την άκουσα κ' η φωνή της είχε τόσο ήσυχο τόνο, όταν είπε: — θέλω να ζήσω για σένα, Γιώργο, για το Σβεν και τα μεγάλα αγόρια μας.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ Εις μέρος όπου έμαθα πως ήτον αμαρτία ν' αντισταθώ ‘ς την γνώμην σου και εις το θέλημά σου. Ο άγιος πνευματικός μ' επρόσταξε να πέσω γονατιστή ‘ς τα πόδια σου, συγγνώμην να ζητήσω. Συγχώρησέ με· ‘ς το εξής θα κάμω ό,τι θέλεις. ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Τον Πάρην να μηνύσετε! Αμέσως να τα μάθη! Και αύριον πρωί πρωί το πράγμα να τελειόνη.

Τότες γυρνάει στο Νέστορα και λέει ο Αγαμέμνος «Κανείς αλήθια, γέρο μου, στους λόγους δε σου βγαίνει. 370 Ε και αν σούχα, Δία μου κι' εσύ Αθηνά κι' Απόλλο, ως δέκα συβουλάτορες μονάχα ναν του μιάζουν! Γλήγορα τότες θάβλεπαν γονατιστή την Τροία και σκλαβωμένη απ' τα βαριά να ρημαχτεί σπαθιά μας.

Η γριά, γυρίζοντας από τ' ανηλιακό αγκουσεμένη, έλεγε μοναχή της: — Να καλοδεχτώ και να καλοδεχτώ μου λέει πάντα ο κόσμος, κι' ο γυιόκας μ' δεν ηύρε ακόμα δρόμο νάρθη! Κάθησε πάλι σιμά στη γωνιά γονατιστή και ξακολούθησε να κουβεντιάζη μονάχη της: — Μωρέ δε με μέλλ' γι' άλλο, παρά μην τα κλείσω και μείνη αυτό το άτυχο στους πέντε δρόμ'ς!

Απίθωσε τον μοναχογυιό της κάτω απ' την εικόνα, άναψε ένα κερί ίσα με το μπόι του στον άγιο και παρακάλεσε γονατιστή: «ΆηΣτυλιανέ μου, σωτήρα των παιδιών του κόσμου, λυπήσου με κ' ελέησέ με. Σου παραδίνω το μονάκριβό μου. Βάλε το χεράκι σου απάνω του, να ζήση και να μεγαλώση, να μοιάση του πατέρα του». Αυτά είπε η φτωχή η Δροσούλα, ποτίζοντας με δάκρυα τις πλάκες της εκκλησιάς.

Και το πουλί λες σήμαντρο ψηλά στον όρθρο κράζει· μέσα στον δάσους το ναό γονατιστή η ψυχή σαν παλιό κρίμα μια στιγμή τη θλίψη της τινάζει σε μια άφωνη προς το γλαυκό του απείρου προσευχή. Το μυστικό δε σου ένιωσε κανείς, ψυχή φτωχή· το φάντασμά σου όλοι είδανε μονάχα, είδαν δυο χέρια λευκά, χλομά ν' απλώνονται θαρρείς σε προσευχή προς κάποια απάνω αθώρητα χαμένα αδέρφια αστέρια.

Φύγ' απ' εμπρός μου ξέπλυμα, — χολοπερεχυμένη! πήγαινε, βρώμα! ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Εντροπή! ‘ς τα συγκαλά σου είσαι; ΙΟΥΛΙΕΤΑ Πατέρα μου, παρακαλώ γονατιστή εμπρός σου, ησύχασε, και άκουσε να σου ειπώ δυο λόγια. ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Βρώμα, κρημνίσου απ' εδώ! Παρήκοη! Την πέμπτην ‘ς την εκκλησίαν πήγαινε, ή, να που σου το λέγω, να μη σε ιδούν τα 'μάτια μου ποτέ εις την ζωήν μου!