Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 24 Μαΐου 2025


Είχα 'πη στην αρχή πως δε θα την εύρισκα, εκεί που έτρεξα, ζωντανή, — τόσο βαριά και τόσο άσχημα είχε πέσει η καϋμένη, — κ' είχε πανιάσει το πρόσωπό μου πλειότερο κι από το δικό της. Σα μ' αναμέρισαν εμένα, τραβήχτηκα σε μια τούφα κ' έκατσα ν' ανασάνω. Αυτή αγάλια αγάλια ήρθε στα συγκαλά της και τη σήκωσαν να κινήσουμε γιατ' είχε περάσ' η ώρα, είχε δόσει ο ήλιος.

Ρε τι λες; μου κάνει· είσαι στα συγκαλά σου ή να στείλω για τον παπά; Αμή!.. επήγαν τόσοι και τόσοι και δεν έκαμαν τίποτα και θα κάνουμ' εμείς; — Γιατί όχι; είμαστ' αδέξοι εμείς! Έπειταάκου να σου ειπώεκείνοι επήγαν με την πέτρα. Μια βουτιά κι' απάνου. Τι θες να κάμουν με μια βουτιά; — Μωρέ κύτα να βγάλουμε το καρβέλι και άφησε τα όνειρα! μου λέγει τέλος ο καπετάνιος. Δεν απελπίστηκα.

Περνάει την κακοτοπιά, φτάνει στο μονοπάτι, Ξεδένει το κοντάρι του, στέκεται, ξανασαίνει, Κι’ αφού ξανάσανε καλά κι’ ήρθε στα συγκαλά του, Κινάει για ύστερη φορά, σαν αστραπή τρεχάτος, Και βρίσκεται μπρος στης σπηλιάς τη φοβερή τη θύρα, Και στου στοιχειού τ’ ανίλεου το μανιωμένο στόμα.

Είχα κ' εγώ την ίδιαν ιδέα με τον αστυνόμο. Γυρεύεις; Σα σαλέψη το μυαλό του ανθρώπου και φονιάς γίνεται και κλέφτης κι' ό,τι βάλης με το νου σου. Ωστόσο δεν μπορούσα να ξεχωρίσω τίποτε παράξενο απάνω του. Ούτε σε λόγια, ούτε σε κουνήματα. Ο άνθρωπος ήτανε στα συγκαλά του. Με κύτταζε μόνο στα μάτια, σαν να ήθελε εκείνος τώρα να μου βγάλη κάποιο μυστικό.

Θυμηθήκανε αμέσως τα χθεσινοβραδυνά στην ταβέρνα του Σωφρόνη. Σκολάζοντας απ' τη δουλειά τους ο Γιώργης και οι δυο τους, κάτσανε να πιούνε ένα κρασί για ορεχτικό. Ο Γιώργης μάλιστα δεν ήθελε να κάτση. Ήτανε από μέρες συλλογισμένος κ' ήθελε και τώρα να πάη στο σπίτι του. — Καθήστ' εσείς, ρε παιδιά! Εγώ θα πάω στο σπίτι. Δεν είμαι τόσο καλά, δεν είμαι στα συγκαλά μου τούτες τις μέρες.

Είχα 'πη στην αρχή πως δε θα την εύρισκα, εκεί που έτρεξα, ζωντανή. — τόσο βαριά και τόσο άσχημα είχε πέσει η καϋμένη, — κ' είχε πανιάσει το πρόσωπό μου πλειότερο κι από το δικό της. Σα μ' αναμέρισαν εμένα, τραβήχτηκα σε μια τούφα κ' έκατσα ν' ανασάνω. Αυτή αγάλια αγάλια ήρθε στα συγκαλά της και τη σήκωσαν να κινήσουμε γιατ' είχε περάσ' η ώρα, είχε δύσει ο ήλιος.

Τα λόγια τακούγανε μέρα νύχτα κι από σοφούς κι από ασόφους χρόνια πολλά, και γνώση δε βάζανε· η ανάγκη όμως τους έφερε τώρα στα συγκαλά τους. Βρέθηκε να είναι ο Δέξιππος καλός αρχηγός. Όχι να πούμε σπουδασμένος από στρατιωτικά, μα έννοιωθε από κάποια κλέφτικη στρατηγική.

Πρέπει να πάρω απάνω από οκτώ γιατρικά και να κάμω επάνω από δώδεκα κλύσματα για νάρθω πάλι στα συγκαλά μου. ΜΠΕΛΙΝΑ Καλά, καλά, αγάπη μου· ησύχασε λίγο, ησύχασε. ΑΡΓΓΑΝ Αγάπη μου, συ είσαι η μόνη μου παρηγοριά. ΜΠΕΛΙΝΑ Χρυσό μου παιδί! ΑΡΓΓΑΝ Και για να σου δείξω την ευγνωμοσύνη μου για την αγάπη σου, καρδούλα μου, θέλω να κάνω, καθώς σου είπα, τη διαθήκη μου.

Μην κατεβάζης το γεφύρι, πριν σου δώσουν την άδειαν οι προεστοί. Ας βάλουν βάρδια καιτο Πρεγάδι κι' αλλού για να μη σας πατήσουν νύχτα. Και ταύτα λέγων ο βοσκός ήρχισε ν' απομακρύνεται από την γέφυραν. — Είσαι στα συγκαλά σου; του εφώναξε διά τελευταίαν φοράν ο μπάρμπα- Δήμος. — Εγώ είμαι στα λογικά μου, ησύχασε· τώρα θα ιδής. — Και συ πού θα πας; τον ηρώτησεν ο πυλωρός.

Φύγ' απ' εμπρός μου ξέπλυμα, — χολοπερεχυμένη! πήγαινε, βρώμα! ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Εντροπή! ‘ς τα συγκαλά σου είσαι; ΙΟΥΛΙΕΤΑ Πατέρα μου, παρακαλώ γονατιστή εμπρός σου, ησύχασε, και άκουσε να σου ειπώ δυο λόγια. ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Βρώμα, κρημνίσου απ' εδώ! Παρήκοη! Την πέμπτην ‘ς την εκκλησίαν πήγαινε, ή, να που σου το λέγω, να μη σε ιδούν τα 'μάτια μου ποτέ εις την ζωήν μου!

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν