United States or Malawi ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τόσο, που μερικές φορές στα κοτρώνια που ανέβαινε το μουλάρι μου κόντεψα με τα τινάγματά μου να την πάθω σαν τη δασκάλα να κατρακυλισθώ σε βαθύτερους λάκκους. — Τήρα μπροστά σου, μπρε παιδί μ', μου φώναζε ο αγωγιάτης, τι θα πας κ' εσύ στο ρέμμα κάτου καμμιάν ώρα. Είνε κακοτοπιά δώ, τήρα μπροστά σου.

Απαρατάει στο φάραγγα τη Μάγισσαν ο Γιάννος Και παίρνει όρη και βουνά και τρέχει, σαν αγέρας, Να πάη ναύρη τον γκρεμό, τ’ απάτητο το σπήλιο, Π’ ανθίζει τ’ αξετίμητο Βοτάνι της Αγάπης, Για φύλακά του έχοντας και για περιοχή του Τη δύσκολη κακοτοπιά, του Δράκου την αγρύπνια.

Το χειμώνα δύσκολη η βουνήσια ζωή, χιόνι πάρα πολύ, το κρύο είνε ανυπόφορο, ο δρόμος άσωτος, όπου και κακοτοπιά αποκλειέται, μαρτυράει ο κοσμάκης. Ένας καλόγερος κοντόχοντρος, κατακόκκινος, με κατάμαυρα γένεια, με χοντρά πλεχτά ράσα και μυτερό σκούφο, μ' ένα σωρό κλειδιά στο ζωνάρι του, μας ζύγωσε: — Ευλογείτε, πάτερ, τι καθόμαστε, δεν είν' ώρα για το τραπέζι; Είμαι ντιπ ρέμμα!

Τόσο, που μερικές φορές στα κοτρώνια που ανέβαινε το μουλάρι μου κόντεψα με τα τινάγματά μου να την πάθω σαν τη δασκάλα και να κατρακυλισθώ σε βαθύτερους λάκκους. — Τήρα μπροστά σου, μπρε παιδί μ', μου φώναζε ο αγωγιάτης, τι θα πας κ' εσύ στο ρέμμα κάτου καμμιάν ώρα. Είνε κακοτοπιά δω, τήρα μπροστά σου.

Κι’ είχε το δύσκολο γκρεμό, τ’ απάτητο το σπήλιο, Που βρίσκονταν το ποθητό Βοτάνι της Αγάπης, Για φύλακα του έχοντας και για περιοχή του Τη δύσκολη κακοτοπιά, του Δράκου την αγρύπνια.

Καλντερίμια βρίσκω και στην Τήνο. Δε λέω για τους δρόμους, γιατί σε κάτι χωριά που πήγα, δεν ήταν και τόση κακοτοπιά. Τα καλντερίμια εδώ έγιναν κρεββάτι, και σε τέτοιο κρεββάτι έπεσα να κοιμηθώ στις τέσσερεις ήμισυ το πρωί, που έφτασα στην Τήνο, αφανισμένος από το ταξίδι. Δεν είτανε στρώμα· είταν ανήφορος και κατήφορος όλο πέτρα.

Περνάει την κακοτοπιά, φτάνει στο μονοπάτι, Ξεδένει το κοντάρι του, στέκεται, ξανασαίνει, Κι’ αφού ξανάσανε καλά κι’ ήρθε στα συγκαλά του, Κινάει για ύστερη φορά, σαν αστραπή τρεχάτος, Και βρίσκεται μπρος στης σπηλιάς τη φοβερή τη θύρα, Και στου στοιχειού τ’ ανίλεου το μανιωμένο στόμα.

Γύριζα στ' άγρια βουνά μέρες, τα μάτια μου είχαν χορτάση από την αγριότη, από το μεγαλείο, από το θάμπωμα πρωτογεννημένης φύσης. Κι όμως τέτοιον αγριότοπο, τέτοια κακοτοπιά δεν είχα δη ακόμα. Αδύνατο να την στοχαστή η φαντασία, να την ιστορίση η πέννα, το μάτι να την υποφέρη κι η ψυχή να την απολάψη.