United States or Kenya ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ψηλά σε κορφοβούνι Μάγισσαν κόρην απαντάω απάν' το βράδυ βράδυ. — Μάγισσα, ποιο είνε το στρατί, ποιο είνε το μονοπάτι Ναύρω τ' αθάνατο νερό να πιω να μην πεθάνω; — Διαβάτη μου κι' ωμορφονιέ, είνε μακρυά η πηγή του. Νύχτωσε τώρα πού θα πας στην ερημιά μονάχος; 'Στήν αβρετή μου τη σπηλά πέρνα την νύχτα απόψε, Και με χάραμμα ταχιά σου δείχνω εγώ τον δρόμο.

Όθεν βλέποντας πώς την απαράτησαν όλοι τοιαύτης λογής, εδοκίμαζε τον πλέον μεγαλύτερον κακοφανισμόν, που μία παρομοία γυναίκα ημπορεί να έχη· και μην ημπορώντας να υποφέρη την υστέρησίν τους, και το περισσότερον που της εκακοφαίνονταν να νομίζεται γραία, και να μην ημπορή να κάμνη πλέον τες ασέλγειές της, καθώς ήτον μαθημένη, έρχεται και μου λέγει· Α! Μοκβάλ αγαπημένε μου, σου εξομολογούμαι ότι το γήρας μου είναι πολλά ανυπόφορον· ότι όντας εκ της νεότητός μου συνηθισμένη εις την συναναστροφήν των νέων, δεν ημπορώ να υποφέρω την καταφρόνεσίν τους, και την υστέρησίν τους· είμαι αποφασισμένη διά να ελευθερωθώ από την θανατηφόρον πίκραν που με ενοχλεί, να υπάγω εις την έρημον της Φαρράν, διά να εύρω την σοφήν Βέδραν, μάγισσαν θαυμαστήν της Ασίας, της οποίας όλη η γη είνε υποκειμένη εις τες μαγείες της διά τα μεγάλα της τεράστια που κάνει, επιθυμώ όθεν να την ιδώ· ηξεύρω εις ποίον μέρος της ερήμου κατοικεί· μήπως και αυτή μου δείξη κανένα απόκρυφον διά να ξαναγίνω νέα και ορεκτική εις τους ανθρώπους εις πείσμα της γεροντοσύνης μου· όθεν αν με αγαπάς πολύ θέλω να με ακολουθήσης.

Εμβαίνοντας λοιπόν εις το σπήλαιον επλησιάσαμεν εις την μάγισσαν, και την εχαιρετήσαμεν με μεγάλην ευλάβειαν και της επροσφέραμεν τα δώρα, που είχαμεν πάρει· και έπειτα η Δειλνοβάτζη της είπε· δυνατωτάτη Βέδρα, ήλθαμεν να σου ζητήσωμεν την βοήθειάν σου· δεν κάνει χρείαν εγώ να σου παραστήσω την χρείαν μας, διά την οποίαν εδώ ήλθομεν, επειδή και την ηξεύρεις με την τέχνην σου καλώτατα.

Είνε ένας δυστυχής άνθρωπος, απαντά εκείνη, που είχε ένα παιδί σαν και σένα και το έχασε!... Εδώ τελειώνει το δράμα της κ. Παρρέν. Είνε εξηγμένον από τα «Βιβλία της Αυγής» κυρίως από την «Χειραφετημένην» και εν μέρει από την «Μάγισσαν». Τα ίδια πρόσωπα, η ιδία σχεδόν υπόθεσις και η ιδία θέσις.

— Α! είπεν ο γεωργός· αυτό δεν μου έρχεται· δεν ημπορώ να ίδω καλόγηρον· αλλά ας είναι! αφού ηξεύρω ότι είναι ο διάβολος, θα τον ίδω, αλλά μόνον να μη με πλησιάση. — Α! Να ερωτήσω την μάγισσαν, είπεν ο μικρός Κλώσος· και επάτησε τον σάκκον, και έσκυψε τάχα ν' ακούση τι λέγει. — Τι λέγει;

Το οποίον του απεκρίθη πως βλέποντας την πολλήν σου άργητα, ω αγαπημένε μου Σειρμώγ, και μη έχοντας καμμίαν είδησιν διά λόγου σου, αφού και εμίσευσες διά την Κασμυρίαν, ηθέλησα να έλθω ο ίδιος διά να σε ανταμώσω, και να ιδώ πώς πηγαίνει η επιχείρησίς σου· και ούτως απερνώντας από τούτο το λειβάδι εσυναπάντησα την μάγισσαν, που εσεργιάνιζεν εις αυτό, η οποία με πολλήν ευγένειαν με εκάλεσε διά να πηγαίνω εις το παλάτι της να την επισκεφθώ.

Ο βασιλεύς μην ημπορώντας το λοιπόν να με διαχωρίση από την μάγισσαν, έκραξεν ευθύς τον βεζύρ Αλή, και την γυναίκα του και τους εδιηγήθη το συμβάν. Εξέταξαν αυτοί διά να με γνωρίσουν, αλλά μας ηύραν απαράλλακτες και τες δύο, και δεν εστάθη δυνατόν να μας διαχωρίσουν.

— Ω! εφώναξε, και επήδησεν οπίσω. Τον είδα! Τρομερόν πράγμα! Κατόπιν εκάθισαν πάλιν εις την τράπεζαν και έπιαν κρασί. — Να με πωλήσης την μάγισσαν, είπεν ο γεωργός. Σου δίδω όσα και αν θέλης. Σου δίδω έν κοιλόν χρήματα τώρα αμέσως. — Δεν ημπορώ, απεκρίθη ο μικρός Κλώσος, βλέπεις πόσον μου χρησιμεύει. — Ω! δος μου την, σε παρακαλώ, έλεγεν ο άλλος, και επέμενε να την αγοράση.

Ακριβέ μου νυμφίε, ακολούθησεν εκείνη γυρίζοντας προς τον βασιλέα, πρόσταξε να πιάσουν ετούτην την κακότροπον μάγισσαν, και κάμε να την βάλουν εις μίαν σκοτεινήν φυλακήν, και αύριον να την κάψουν εις την μέσην της αγοράς.

Αλλά μόνον αν εύρω μια μάγισσα, όπως σου είπα, θα τον σώσω. ΒΑΚΧ. Γνωρίζω μίαν μάγισσαν πολύ καλή, φιλτάτη μου, αν και δεν είνε πολύ γριά και τσακισμένη.