United States or Liberia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όσαι των αναγνωστριών μου εκάθισαν ποτέ εις την καλουμένην μπερλίναν, και ήκουσαν τον ορμαθόν των από του κρυπτού και οιονεί εξ ενέδρας αποτεινομένων εις αυτάς φιλοφρονήσεων, εκείναι μόναι δύνανται να εκτιμήσωσι την ελεεινότητα όλην της θέσεώς μου.

Είπε, 'ς τ' αεροχρώματο σπήλαιον εισήλθ' η Αθήνη, κ' ερεύνα τους κρυψιώναις του• κ' έφερν' ο Οδυσσέας όλα σιμά της, το σκληρό χάλκωμα, το χρυσάφι, και τα λαμπρά φορέματα, 'που οι Φαίακες του δώσαν• και αφού καλά τ' απόθεσε, 'ς τ' άντρου την θύρα λίθον 370 έθεσ' η Αθήνη, του Διός του αιγιδοφόρου η κόρη•την ρίζα τότ' εκάθισαν της ιερής ελαίας και όλεθρον εσχεδίαζαν των αυθαδών μνηστήρων• κ' η θεά πρώτη ωμίλησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη• «Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, 375 το πώς τους αδιάντροπους μνηστήραις να κτυπήσης σκέψου• τρεις χρόνους κυβερνούντο σπίτι σου και θέλουν την θεϊκή σου σύντροφο με δώρα ν' αποκτήσουν• κ' εκείνη μέσα οδύρεται για την επιστροφή σου, όμως ελπίδα, υπόσχεσιν εις τον καθέναν δίδει 380 με τα μηνύματ', αλλ' ο νους καθ' άλλο μέσα τρέφει».

Είπε, κ' εκείναις έμειναν, και αντιπαρακινώνταν, κ' εκάθισαν τον Οδυσσηάανάνεμη γωνία, όπως η κόρη Ναυσικά ταις είχε παραγγείλει. σιμά του έθεσαν αλλαξιά, χιτώνα, επανωφόρι, μέσα εις ολόχρυσο ροΐ του έδωκαν υγρό λάδι, 215 και να λουσθή τον έλεγαντου ποταμού το ρεύμα. τότ' είπε εις ταις θεράπαιναις ο θείος Οδυσσέας•

Εσπέραν τινά, ότε το πρώτον σκότος διεχύνετο υπέρ την γην, ο ξένος, ον από πολλών ημερών κατεσκόπευεν ο Μάχτος, ένευσε προς τον Πρωτόγυφτον να τον ακολουθήση, και απεμακρύνθησαν αμφότεροι της καλύβης. Βαδίσαντες επί πολύ έφθασαν εις μέρος τι και εκάθισαν. Ο Μάχτος τους παρηκολούθησεν ησύχως.

Οι δε μετά των Λακεδαιμονίων συνεννοούμενοι καταληφθέντες υπό φόβου κατά την είσοδον του στρατού και μη νομίζοντες εαυτούς ασφαλείς εκάθισαν παρά τους βωμούς· ανεγείρας δ' αυτούς ο Πάχης τοις υπεσχέθη να μη τους βλάψη και τους παρακατέθεσεν εις την Τένεδον μέχρις ου οι Αθηναίοι ήθελαν αποφασίσει περί αυτών.

— Ω! εφώναξε, και επήδησεν οπίσω. Τον είδα! Τρομερόν πράγμα! Κατόπιν εκάθισαν πάλιν εις την τράπεζαν και έπιαν κρασί. — Να με πωλήσης την μάγισσαν, είπεν ο γεωργός. Σου δίδω όσα και αν θέλης. Σου δίδω έν κοιλόν χρήματα τώρα αμέσως. — Δεν ημπορώ, απεκρίθη ο μικρός Κλώσος, βλέπεις πόσον μου χρησιμεύει. — Ω! δος μου την, σε παρακαλώ, έλεγεν ο άλλος, και επέμενε να την αγοράση.

Την επιούσαν λοιπόν έφθασαν οι Πέρσαι και εκάθισαν επί λειμώνος όπου τοις προσέφερε φαγητόν. Αφού δε ευωχήθησαν, τους ηρώτησε ποία διασκέδασις τοις εφαίνετο προτιμοτέρα, η χθεσινή ή η παρούσα. Εκείνοι δε είπον ότι μεταξύ των δύο η διαφορά ήτο μεγίστη, ότι η προηγουμένη ημέρα ήτο κοπιαστική ενώ η σημερινή τοις εφαίνετο λίαν ευχάριστος.

Εφάνη η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, και ο σεβαστός Αλκίνοος εγέρθη από την κλίνη• εγέρθη και ο πορθητής, ο θείος Οδυσσέας• και ο σεβαστός Αλκίνοος εκείνον ωδηγούσετην αγορά, 'που οι Φαίακες είχαν σιμάτα πλοία. 5 ήλθαν κ' εκάθισαν μαζήτους στιλβωμένους λίθους. και ωμοιώθη προς τον κήρυκα του φρόνιμου Αλκινόου η Αθηνά, κ' εγύριζε την πόλι, μελετώντας τον γενναιόφρονα Οδυσσηά να φέρητην πατρίδα• τους άνδραις επλησίαζε, του καθενός ωμίλει• 10 «Εμπρός, πηγαίνετε, αρχηγοί και άρχοντες των Φαιάκων, 'ς την αγορά ν' ακούσετε τον ξένον, 'που 'λθε τώρα νεόφερτοςτα δώματα του φρόνιμου Αλκινόου, ριμμένος από τρικυμιά, και των θεών ομοιάζει».

Πόσον θα χαρής ότι θα τους ίδης μετά τόσον μακράν από της πατρίδος σου αποδημίαν ! Επειδή όμως ο δρόμος ήτο πολύς, έμειναν ίν' αναπαυθώσι παρά τα δροσερά ύδατα πηγής, αυταί και οι ίπποι, και εκάθισαν να προγευματίσωσιν επί της χλόης του λειμώνος, εγώ δε μόνος ήλθον προ αυτών, ίνα σοι αναγγείλω τούτο.

Οι τρεις των εκάθισαν επάνω εις τας πέτρας, ήθελαν να περιμένουν το αμφίβολον του χαράγματος φως, όταν θα πετάξη ο αετός έξω από την φωλεάν· έπρεπε να πυροβολήσουν πρώτα την μητέρα, πριν γίνουν κύριοι του μικρού.