United States or Antigua and Barbuda ? Vote for the TOP Country of the Week !


«Άκου με, κόρη αδάμαστη του αιγιδοφόρου Δία• εάν ποτε ο πολύβουλοςτο σπίτι του Οδυσσέας μερία σου 'καψε παχειά βωδιών ή και προβάτων, τώρα να μου τα ενθυμηθής, και σώσε το παιδί μου, 765 και παύσε την αποκοτιά των πονηρών μνηστήρων».

Είπε· κ' υπάκουσεν αυτός και μέσα του εχαιρόνταν. 545 κατόπι μ' όρκους στερεούςτα δύο μέρη αγάπην έστησ' η Αθήνη, του Διός αιγιδοφόρου η κόρη, εις το κορμί, καιτην φωνή, του Μέντορ' όλη ομοία. Η Σειρά των Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων, των Εκδόσεων Φέξη, υπήρξεν ένας σταθμός στα ελληνικά χρονικά.

Και προς αυτόν απάντησε τότε ο λαμπρός υιός του• «Α! την ψυχή μου καιτο εξής, πατέρα, θα γνωρίσης• διότι δεν εχαύνωσαν, θαρρώ, τα λογικά μου• 310 αλλ' ό,τι τώρα μελετάς ωφέλιμο δεν κρίνωεμάς τους δύο• σκέψου το• πολύν καιρό θα τρίψης εάν θα παςτα έργα τους να δοκιμάσης όλους έναν προς έναν• κ' ήσυχοι ωστόσον οι μνηστήρεςτα μέγαρα μας άσπλαγχνα τα πλούτη καταλύουν• 315 και ταις γυναίκαις συμφωνώ κ' εγώ να ταις σπουδάσης, και αυταίς 'που σε καταφρονούν και όσαις δεν έχουν κρίμα• αλλ' απ' αυλήάλλην αυλή δεν ήθελα τους άνδραις εμείς να δοκιμάζουμεν^ ύστερα τούτ' ας γείνουν, σημάδι αν έχης φανερό του αιγιδοφόρου Δία». 320

Κ' η Ευρύκλεια της απάντησεν, η αγαπητή βυζάστρα• «Γλυκειά μου νύμφη, μάχαιραν έπαρε να με σφάξης, ή άφες μετο σπίτι σου• το πράγμα δεν σου κρύβω. τα εγνώριζ' όλα, κ' έδωκααυτόν ό,τι ζητούσε, 745 τον άρτο, το γλυκό κρασί• και εις μέγαν μ' έβαλ' όρκο, να μη σου ειπώ εγώ τίποτε πριν φέξ' η δωδεκάτη, ή μόνη επιθυμήσης τον και μάθης ότι εβγήκε, όπως μη φθείρης κλαίοντας την εύμορφην ειδή σου. αλλά, το σώμ' αφού λουσθής και καθαρά φορέσης, 750 πάρε ταις υπηρέτριαις σου, 'ς τ' ανώγι αναίβα κ' εύχου της Αθηνάς, της θυγατρός του αιγιδοφόρου Δία, 'που αυτόν και από τον θάνατο τότε ημπορεί να σώση. και γέροντα ταλαίπωρον συ μη ταλαιπωρήσης• ουδ' οι αθάνατοι, θαρρώ, παντάπασι το γένος 755 τ' Αρκεισιάδη εμίσησαν, και κάποιος θ' απομείνη, να 'χη τα υψηλά δώματα και τους παχείς αγρούς του».

«Άκου με, κόρη αδάμαστη, τ' αιγιδοφόρου Δία• εισάκουσέ με, 'π' άλλοτε δεν μ' έχεις εισακούσει, 325 'που ευχόμουν, όταν μ' έκρουεν ο μέγας κοσμοσείστης. δος να με ιδούν οι Φαίακες με σπλάχνος και μ' αγάπη».

Όποιος ακούει τους θεούς, κ' αυτοί τον πάρ' ακούουν. Είπε· κ' εσταμάτησε το χέρι το βαρύ τουτην ασημένια τη λαβή· κι' οπίσωτο θηκάρι Το μέγα σπαθί έσπρωξε· κ' εις της θεάς Αθήνας Τον λόγον δεν απείθησε. Τότε λοιπόν κ' εκείνητον Όλυμπον ανέβηκεν, εις του αιγιδοφόρου Του Δία τα βασίλεια, προς τους θεούς τους άλλους.

Ευχήθη• τον εισάκουσε τότε η Παλλάδ' Αθήνη. 385 και προς τα ωραία δώματα εκίνησεν ο ιππότης Νέστορας, και ακολούθησαν τα τέκνα κ' οι γαμβροί του. άμ' έφθασαντο υπέρλαμπρο παλάτι του κυρίου, εις ταις καθήκλαις, 'ς τα θρονιά καθίσαντην αράδα, και αυτών ο γέροντας ευθύς συγκέρασε κρατήρα 390 από γλυκόποτο κρασί, 'που εμέτρα ένδεκα χρόνους, και τ' άνοιξε η κελλάρισσα, κ' έλυσε το σφαλί του. ο γέρος τον συγκέρασε και με σπονδαίς ευχόνταν της Αθητάς, της θυγατρός τ' αιγιδοφόρου Δία, και αφού σπονδίσαν κ' έπιαν όσ' ήθελε η ψυχή τους, 395 οι άλλοι, καθένας σπίτι του, κίνησαν να πλαγιάσουν, κ' έβαλε αυτού ν' αναπαυθή τον γόνο του Οδυσσέα του θείου, τον Τηλέμαχον, ο Νέστορας ιππότης, 'ς την βροντερή την αίθουσα, 'ς την τορνευμένη κλίνη, και τον Πεισίστρατο σιμά, τον άξιον πολεμάρχο, 400 'που μόνον από τους υιούς είχε άγαμονσπίτι•του παλατιού τ' απόκρυφα κ' εκείνος αναπαύθη, και η σύντροφος του η δέσποινα του ευτρέπισε την κλίνη.