United States or Namibia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότ' άλλο εφεύρεν η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη• ύπνον γλυκόν της έχυσε, και η κόρη του Ικαρίου πλάγιασε, αποκοιμήθηκε, κ' οι αρμοί της ελυθήκαν. εις τον κλιντήρα• και η θεά δώρ' άφθαρτα, η μεγάλη, 190 της έδιδ', ώστ' οι Αχαιοί να την περιθαυμάσουν. μ' αμβρόσιο χρίσμα ελάμπρυνε τ' ωραίο πρόσωπό της, μ' αυτό 'που η καλοστέφανη αλείφεται Αφροδίτη, όταντον πρόσχαρο χορό θε να 'μπη των χαρίτων. την έκαμε υψηλότερη, τρανώτερητην όψι. 195 και από σχιστόν ελέφαντα λευκότερην ακόμη. και τούτ' άμ' εκάμ' η θεά, κείθ' έφυγε, η μεγάλη. έφθασαν απ' το μέγαρον η λευκοχέραις κόραις, και απ' την φωνή τους άφησεν αυτήν ο γλυκός ύπνος• έτριψε με τα χέρια της το πρόσωπό της κ' είπε• 200 «Ύπνος 'που μ' ηύρε μαλακός την αναστεναγμένη! μαλακόν θάνατον εδώ να μώδιδε η παρθένα Άρτεμις, να μη τήκεταιτους θρήνους η ζωή μου, ενώ ποθώ ταις αρεταίς οπ' ήταν στολισμένος ο αγαπητός μου σύντροφος, των Αχαιών ο πρώτος». 205

Αυτά 'πα, και μου απάντησεν η σεβαστή μητέρα• 215 «α! τέκνο μου, βαρυόμοιρε, ως άλλος δεν ευρέθη! δεν απατά σε του Διός η κόρ', η Περσεφόνη, αλλ' είναι αυτός εις τους θνητούς ο νόμος του θανάτου. ταις σάρκαις και τα κόκκαλα πλειά δεν κρατούν τα νεύρα, αλλ' εκείν' όλα η δύναμις της φλόγας αφανίζει, 220 μόλις τα λευκά κόκκαλα το πνεύμ' αφήση μόνα• και ως όνειρο η ψυχή πετά γυρνώνταςτον αέρα. αλλά να ιδής πάλι το φως ξεκίνησε, και μάθε τούτ' όλα, της συντρόφου σου για να τα ειπής κατόπι».

«Άκου με, 'που 'λθες χθες θεός εις το δικό μου σπίτι• κ' εμέ τα μαύρα πέλαγα παράγγειλες να σχίσω, για τον πατέρα, οπού καιρούς λείπει, να μάθω αν θα 'λθη• κ' ιδού 'που τώρ' οι Αχαιοί τούτ' όλα μου εμποδίζουν, 265 κ' εξόχως η αποκοτιά των υβριστών μνηστήρων».

Ο ήχος είναι διττός, ήτοι ο μεν είναι ενεργεία ήχος, ο δε δυνάμει• άλλα μεν σώματα λέγομεν ότι δεν έχουσιν ήχον, οποία είναι ο σπόγγος λ.χ. και τα έρια, άλλα δε ότι έχουσι, π.χ. ο χαλκός και όσα σώματα είναι στερεά και λεία, διότι δύνανται να ηχώσι, τούτ' έστι δύνανται να παράγωσιν ενεργεία, ήχον μεταξύ αυτών και της ακοής διά μέσου τινός.

Και αντιφωνήστε, Πνεύματα, γλυκά σ' ό,τι λαλώ, να, να, τους αγροικώ. Αντιφ. Μπάου, βγάου. Γαυγύζουν τα μαντρόσκυλα. Αντιφ. Μπάου, βγάου. Τον πέτειν' αγροικάω. με κορδωμένο φέρσιμο. λαλεί κουκουρουκού. ΦΕΡΔΙΝ. Τούτ' η μουσική πού να 'ναι; στον αέρα τάχα, ή στη γη; πλια δεν αχάει·και βέβαια κάποιον θεόν του νησιού συνοδεύει.

Πώς λοιπόν τουτ’ αφίνοντας να ποθώ άλλα; Ποτέ νους καλοστόχαστος κακός δεν είναι° αλλ’ ούτε βασιλέας ποτέ θέλω να γείνω, ούτε θα καλοτύχιζα, κι αν προσπαθούσα μ’ άλλους μαζί να πάρω σου τη βασιλεία. Εις το μαντείον πήγαινε καλά να μάθης, αν τον χρησμόν σού άλλαξα και δεν τον είπα όπως τον πήρα.

Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε· 510 «Αν θέλης, τώρα θέλ' ιδής, γλυκέ πατέρ', αν μέλλει τούτ' η ψυχήτο γένος σου να φέρη καταισχύνη». Αυτά πε, και περίχαρος εφώναξ' ο Λαέρτης· «Ποιάν είδα ημέραν, ω καλοί θεοί μου! αναγαλλιάζω· υιός μου τώρα κ' εγγονός έχουν άγων' ανδρείας». 515

Τούτος πάλιν ήταν ίσως εις τον καιρόν του αγοραστής πολλής γης, με τα προκαταρκτικά έγγραφά του, με τα ομόλογά του, με τα αποξενωτικά δικαιόγραφά του, με ταις διπλαίς ασφάλειαίς του, με ταις εξαγοραίς του· τούτ' είναι η αποξένωσις των αποξενώσεων του, η εξα- γορά των εξαγορών του, το εκλεκτό του καύκαλο να φιλο- ξενή ξένην εκλεκτήν βρώμα; η ασφάλειαίς του, και δι- πλαίς μάλιστα, δεν του ασφαλίζουν, απ' όλα του τα απο- κτήματα, διάστημα γης κάτι μεγαλήτερο από το μάκρος και τα πλάτος μιας διπλογραφημένης συμφωνίας; Τα κτη- ματικά του δικαιόγραφα μόλις θα εχωρούσαν μέσα εις τούτο το κιβώτιον, και ο ιδιοκτήτης δεν έπρεπε να πιάνη αυτός κάτι περισσότερον τόπον; Α!

Αυτά 'πα, και το επήρε αυτός, το ρούφηξε κ' ευφράνθητο γευτικώτατο πιοτό, και άλλο μου εζήτ' ακόμη• «δος μου και πάλιν πρόθυμα, και αμέσως τ' όνομά σου 355 ειπέ, να λάβης χάρισμα, 'που να χαρή η ψυχή σου. ότι κ' εδώ γεννά κρασί πολύ και των Κυκλώπων ο μεγαστάφυλος καρπός, όπως τον βρέχει ο Δίας• αλλ' αμβροσίας στάλαγμα και νέκταρος τούτ' είναι».

Άλλη δ' όμως, και πολύ δικαίως, ήτο η αντίληψις των ανδρών της εποχής εκείνης, μη δυναμένων μήτε κοινωφελή έργα να επιχειρήσωσιν, μήτε αιφνιδίους ανάγκας ν' αντιμετωπίσωσιν. Τούτ' ακριβώς εγένετο καταφανές κατά την μεγάλην επανάστασιν της Κρήτης, ότε το κράτος επιέζετο δεινώς και υπό της ανάγκης του συντηρείν τους εδώ καταφυγόντας Κρήτας και υπό του φόβου τουρκικής επιθέσεως.