United States or Anguilla ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' όπως λεβέτι από πολλής φωτιάς πυράδα βράζει 362 μέσα με χόχλους, τι στεγνά καιν από κάτου ξύλα, 364 σαν έτσι απ' τη φωτιά άναψαν οι ρεματόχτοι γύρω, 365 κι' έβραζε τ' όμορφο νερό απ' του θεού τις φλόγες. 365 367

Εις τον καπετάν- Παρμάκην, επροξένησεν ευχαρίστησιν η πρότασις, διότι έβλεπε τόσην ώραν μεγάλην την φλάσκαν, και έδωσε την άδειαν μάλιστα εις τον αλιέα να τραβήξη μια ως ορεκτικόν, επειδή έβλεπεν αυτόν να θεωρή την μακαρίαν μετά πολλής τρυφερότητος. — Γρήγορα όμως, γιατί πεινάσαμε.

Διατηρεί έτι την μνήμην των αφελών εκείνων εσπερινών συναναστροφών, αίτινες ήρχιζαν εις τας οκτώ και ετελείοναν εις τας δέκα, συνεκροτούντο δε προχείρως εκ των τυχόντων φίλων, και ηρτύοντο δι' ενός μεν ενίοτε μόνου καφέ αλλά διά πολλής και ακόπου πάντοτε φαιδρότητος.

Μέγας θεός είνε ο Έρως και θαυμαστός εις τε τους ανθρώπους και εις τους θεούς και δι' άλλους μεν πολλούς λόγους, αλλά προ παντός κατά την γένεσιν· διότι είνε ο πρεσβύτατος των θεών, και τούτο είνε πολλής τιμής άξιον.

Τέλος μετά πολλής δυσκολίας, αφού εσυνάχθησαν μερικοί, απεφασίσθη να εκκινήσωσιν, ηγουμένων κοκκίνων και λευκών σημαιών και των μουσικών οργάνων, βιολίου και λαγούτου και κλαρινέτου. Υπήρχεν ελπίς ότι καθώς η κυλιομένη σφαίρα της χιόνος, καθ' όσον διήλαυνε διά των οδών, η διαδήλωσις θα επληθύνετο.

Νοστιμάδαις, χάρες, κάλλη, Ας τα έχει η μια κι' η άλλη, Ας τα χαίρουνται πολλαίς. Αφροδίταις σ' ωραιώτη Οχ την ύστερη ως την πρώτη Ας φαντάζουν η καλαίς. Η αγάπη μου μ' αρέγει, Κι' η καρδιά μου σαν τη στρέγει, Θέλα ήμουν ευτυχής· Μόνε ξέρεις, Έρωτά μου, Και νογάς τα βάσανά μου Που με θλίβουν απαρχής. Κι' εδικής σου εξαιτίας, Της πολλής μου ευτυχίας Δεν ορίζω τα κλειδιά. Τι εσύ αφορμή μου δίνεις.

Εις τας αρχάς λοιπόν τας εξετέλει με περισσοτέραν ακρίβειαν, κατόπιν όμως με ολιγωτέραν. Εις αυτά δε πταίει το ολικόν στοιχείον του, το οποίον υπήρχε εις την παλαιάν φύσιν, διότι μετείχε πολλής αταξίας πριν να έλθη εις τον σημερινόν κόσμον. Διότι όσον μεν εξαρτάται από τον συναρμοστήν του, τα έχει όλα καλά.

Από έξ μηνών, είπεν ο Σχολάριος. — Είχες περιοδεύσει εις Πελοπόννησον; — Ναι. — Μετέβης εις πολλάς πόλεις; — Εις πολλάς. — Και ποίας εντυπώσεις έλαβες; — Αγαθάς. — Εκ Κωνσταντινουπόλεως λαμβάνεις ειδήσεις τακτικώς; — Ουχί τακτικώς. — Δεν έμαθες τελευταίον ουδέν; — Ουχί. — Αν εξεστράτευσαν οι Τούρκοι; — Αγνοώ. — Μετ' απαθείας πολλής λέγεις τούτο. — Αληθώς. — Δεν φαίνεσαι ανήσυχος. — Τουναντίον.

Αλλ' είχε μίαν μεγάλην ιδιοτροπίαν ο καπετάν Κωνσταντής, προελθούσαν εκ της πολλής πεποιθήσεως περί τας ναυτικάς γνώσεις του. Δεν ηνείχετο οδηγίας και παρατηρήσεις εκ μέρους των ναυτών, είτε κατά τον χειρισμόν των ιστίων, είτε κατά την εν γένει διεύθυνσιν του πλοίου.

Αν και ήτο τέχνη θαλάσσιος, ήτο όμως φύσει χερσαίος, και δεν ηδύνατο να καταστή υδρόβιος. Και όμως αν και η κλίνη, εφ' ης κατέκειτο ήτο όλη υγρά, δεν ηνόχλει αυτόν η τοιαύτη υγρότης. Μη άρα μετέβαλεν αιφνιδίως φύσιν; Τότε ενεθυμήθη και την τελευταίαν εντολήν της Νύμφης, ειπούσης αυτώ να φάγη, και συλλέξας κογχύλας, γαρίδας και καρκίνους ηρίστησε μετά πολλής ορέξεως.