United States or Sierra Leone ? Vote for the TOP Country of the Week !


της γης τα βάθη κρύψου, Έχεις τα κόκκαλα στεγνά, το αίμα παγωμένον, είν' άψυχα τα μάτια σου αυτά που με κοιτάζουν ακίνητα! ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Είναι αυτό συνειθισμένον πράγμα, αγαπητοί μου άρχοντες· δεν είναι τίποτ' άλλο· αλλά την ευχαρίστησιν χαλνά της συντροφιάς μας. ΜΑΚΒΕΘ Άνθρωπος ό,τι κι' αν τολμά, τολμώ!

Μέχρι της στιγμής εκείνης ουδείς ημών είχε κλαύσει. Ο τρόμος του επικειμένου κινδύνου, η αδιάκοπος κίνησις, αι μεταβολαί των σκηνών, το αλλεπάλληλον των εντυπώσεων διετήρουν εις έντασιν το νευρικόν σύστημα. Ήμεθα ψυχή τε και σώματι απηυδημένοι, αλλ' έμενον στεγνά τα βλέφαρα μας.

ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Το 'ξεύρω· ‘ς τον καιρόν σου σου ήρεζε να κυνηγάς τους ποντικούς την νύκτα· πλην τέτοια ξενυκτίσματα εγώ δεν σου τ’ αφίνω. ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Α! ζήλεια, ζήλεια! Στάσου συ· τι έχεις εκεί μέσα; Α’ ΥΠΗΡΕΤΗΣ Τα στέλνουν εις τον μάγειρα· τι είναι δεν ηξεύρω. ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Εμπρός, εμπρός. Εσύ εκεί, είναι στεγνά τα ξύλα; κράξε τον Πέτρον, τα στεγνά πού είναι να σου δείξη.

Ωραίος δεν είναι, ε; Κοίτα το Χριστό, λες και χαμογελάει, ενώ κυλούν τα δάκρια και το αίμα του…. Και πίσω, κοίτα…» Ο Έφις κοίταζε σιωπηλός, ακίνητος, με τα μελανά και στεγνά του χέρια γαντζωμένα στην άκρη από το χράμι που τον σκέπαζε και έμοιαζε να ξεπροβάλει, νεκρός ήδη, από τον άλλο κόσμο για ν’ ατενίσει, για μια τελευταία φορά, την ευτυχία της κυράς του.

Καθότανε μαζεμένη στον καναπέ, σφίγγοντας το χέρι στο μάγουλό της, τα μάτια της είτανε στεγνά και χωρίς λάμψη και κοίταζε στο μέγα σκότος. Η στάση, η όψη της κι αυτά ακόμα τα χέρια της το μαρτυρούσανε. Δοκίμασα να της μιλήσω, δοκίμασα να προφέρω τόνομά της, μα δεν απάντησε και τέλος την άφησα στη θλίψη της, περιμένοντας μ' αγωνία τα λόγια, που θα ερχόντανε άμα θα ξέσπαζε η θλίψη της.

Αφήστε με στο χάλι μου, είπε στεγνά. Φύγανε όλοι, ένας-ένας, σα μαγκωμένοι. Ο Κυρ-Θανάσης κοντοστάθηκε να καληνυχτίση, κάτι έκαμε να πη. Η παπαδιά δεν του αποκρίθηκε. Σαν εβγήκαν όλοι απ' το σπίτι, αναστέναξε βαθειά. — Παπαδιά! Δεν με λέτε πάλι καπετάνισσα! είπε ζαρώνοντας άγρια τα χείλια της, σαν νάκλαιε και να γελούσε μαζί. Τώρα στα γεράματα πάλι καπετάνισσα.

Κι' όπως λεβέτι από πολλής φωτιάς πυράδα βράζει 362 μέσα με χόχλους, τι στεγνά καιν από κάτου ξύλα, 364 σαν έτσι απ' τη φωτιά άναψαν οι ρεματόχτοι γύρω, 365 κι' έβραζε τ' όμορφο νερό απ' του θεού τις φλόγες. 365 367

Σκόρπαε τα ξηρά φύλλα τους και του βουνού τα στεγνά τσάχαλα, τα παράδερνε εδώ κ' εκεί 'ςτο χάος του αθέρα και τ άρριχνεν ύστερα ολόβολα μίλια μακριά από τη γη που τα σήκωσε κι από τα κλαράκια που τα 'κοψε. Σαν επέρασε μια στιγμή τ' ανεμόχολο, έλαμψε λίγο ο ήλιος 'ςτα λόγγα του Σκλούπου πέρα, και κατόπι δεν τον ξανάειδαμε ως την άλλη αυγή.

Ανήμερα των Φώτων, ημέρα θαυμασία χειμερινή. «Χαράτα Φώτα τα στεγνάΕπάνω εις την κορυφήν του Βράχου, της επάνω Γειτονιάς, έλαμπε κάτασπρο το εύμορφο το μικρό σπιτάκι της κοντούλας Ξενιώς, με την κάτασπρη αυλίτσα του, με μίαν μυγδαλίτσαν καταμεσής.

Ένοιωσε μέσα στα χέρια του τα στεγνά χέρια της θείας και με φόντο τον μαύρο τοίχο είδε το χλωμό πρόσωπο και τα μάτια σαν μαργαριτάρια της Γκριζέντα. Έπειτα όλες οι γυναίκες τον περικύκλωσαν, τον κοίταζαν, τον άγγιζαν, τον ρωτούσαν. Η ζεστασιά από τα σώματά τους σαν να τον διέγειρε∙ χαμογέλασε, του φάνηκε ότι βρισκόταν στο μέσο μιας μεγάλης οικογένειας και άρχισε να τους αγκαλιάζει όλους.