United States or Hungary ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πώς αραδιάζει ο μάστορης σε τοίχο ολόρθου πύργου πυκνές τις πέτρες, που βοριά να μην τις σπάει δρολάπι, έτσι τα κράνα γράμμιζαν κι' αφαλωμένα ασπίδια. Ασπίδα ασπίδα στήριζε, άντρα άντρας, κράνος κράνος, 215 κι' άγγιζαν τα φουντόκρανα με τους χαλκένιους γρόμπους σα σκύβανε· έτσι στη σειρά πυκνοί σταθήκανε όλοι.

Πέφτει του Λάμπρου το ραβδί π' ακούμπαε το πλευρό του, Της Χρύσως έπεφτε η ποδιά, τα χέρια χαρβαλώναν Κι' άθελα βρέσκαν κι' άγγιζαν του πιστικού τα χέρια. Έτρεμε σαν την καλαμιά κι' ανάγερνε τα μάτια Πλημμυρισμένα από καϊμό και φλογερά απ' αγάπη, Κι' όπως κοχλάζει απ' άνεμον η φουσκωμένη λίμνη Έτσ' ανεβοκατέβαιναν οι αμαλαγοί της κόρφοι.

Τα δάχτυλά της τόσο πολύ είχαν αδυνατίσει που μόλις κρατούσε απάνω το δαχτυλίδι. Κοιμώντανε έτσι, σφιχτά αγκαλιασμένοι με το ένα χέρι του Τριστάνου περασμένο στο λαιμό της φίλης του, το άλλο ριγμένο στ' ωραίο της σώμα. Αλλά τα χείλη τους δεν άγγιζαν καθόλου. Ούτε ένα φύσημα αύρας, ούτε ένα φύλλο να τρέμη.

Ένοιωσε μέσα στα χέρια του τα στεγνά χέρια της θείας και με φόντο τον μαύρο τοίχο είδε το χλωμό πρόσωπο και τα μάτια σαν μαργαριτάρια της Γκριζέντα. Έπειτα όλες οι γυναίκες τον περικύκλωσαν, τον κοίταζαν, τον άγγιζαν, τον ρωτούσαν. Η ζεστασιά από τα σώματά τους σαν να τον διέγειρε∙ χαμογέλασε, του φάνηκε ότι βρισκόταν στο μέσο μιας μεγάλης οικογένειας και άρχισε να τους αγκαλιάζει όλους.